“Είναι σαφές πως οι τραπεζίτες δεν είναι άνθρωποι για να τους εμπιστεύεται κανείς...”
Στο αριστούργημά του «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» (εκδόσεις Καστανιώτη) που πολεμήθηκε όσο λίγα από την Εκκλησία και που η πορτογαλική κυβέρνηση το απέσυρε από το Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος με το αιτιολογικό ότι… «δεν εξέφραζε τη χώρα», γράφει:
«O Ιησούς σηκώθηκε, ένιωσε μια άπειρη δύναμη να ξυπνά στο πνεύμα του, εκείνη την ώρα ήταν ικανός να κάνει τα πάντα, να διώξει το θάνατο από εκείνο το κορμί, να κάνει να επιστρέψει σ' αυτό η ύπαρξη και το είναι του ακέραια, ο λόγος, η κίνηση, το γέλιο και το δάκρυ ακόμη, όχι όμως κι ο πόνος, μπορούσε να πει, Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή, όποιος σε μένα πιστεύει, ακόμη και νεκρός, θα ζήσει, και θα ρωτούσε τη Μάρθα. Εσύ το πιστεύεις αυτό, και εκείνη θα απαντούσε, Ναι, πιστεύω ότι είσαι ο γιος του Θεού που θα ερχόταν στον κόσμο, κι έτσι, αφού βρίσκονται όλα τα χρειώδη διαθέσιμα και παρατεταγμένα, η δύναμη και η δυνατότητα, η θέληση να τις χρησιμοποιήσει, το μόνο που λείπει είναι ο Ιησούς, κοιτάζοντας το εγκαταλειμμένο από την ψυχή του σώμα, απλώνοντάς του τα χέρια, δείχνοντάς του το δρόμο της επιστροφής, να πει, Λάζαρε, σήκω, κι ο Λάζαρος να σηκωθεί, γιατί ο Θεός το θέλησε, ακριβώς όμως εκείνη τη στιγμή, την πραγματικά τελευταία και έσχατη, η Μαρία η Μαγδαληνή βάζει το χέρι της πάνω στον ώμο του Ιησού και του λέει. Κανείς δεν έχει αμαρτήσει τόσο στη ζωή του που ν' αξίζει να πεθάνει δυο φορές, και τότε ο Ιησούς άφησε τα χέρια του να πέσουν και βγήκε έξω να κλάψει».
Έξι χρόνια αργότερα, το 1998, όταν του απονέμεται το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, λέει («Βήμα», 18/10/1998):
«Σε έναν κόσμο όπου μια χούφτα άνθρωποι κατέχουν περισσότερα αγαθά από ό,τι ο μισός πληθυσμός του πλανήτη και κανένας δεν κάνει τίποτε γι' αυτό, νομίζω ότι όλες οι υπόλοιπες συντέλειες περισσεύουν».
Το 2004, συγκλονισμένος από την τακτική γενοκτονίας του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων, δηλώνει:
«Η Ραμάλα είναι το Άουσβιτς του σήμερα: Στη Ραμάλα είδα την ανθρωπότητα ταπεινωμένη και εκμηδενισμένη, όπως στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί».
Στο βιβλίο του «Το τετράδιο» (εκδόσεις Καστανιώτη) μνημονεύει τα λόγια του Πορτογάλου ποιητή Αλμέιντα Γκαρέτ:
«Κι εγώ ρωτώ τους οικονομολόγους, τους πολιτικούς, τους ηθικολόγους: υπολόγισαν ποτέ τον αριθμό των ατόμων που υποχρεωτικά καταδικάζονται σε αθλιότητα, σε άνιση εργασία, σε εξαχρείωση, σε αφροσύνη, σε διεφθαρμένη άγνοια, σε ανίκητη δυστυχία, σε απόλυτη ένδεια, για να παραχθεί ένας πλούσιος;»
Στην ερώτηση «γιατί παραμένει κομμουνιστής;», μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας από το 1964, απαντά:
«Το σώμα μου παράγει ορμόνες για να μεγαλώνουν τα γένια μου και κάποιες άλλες που με κρατάνε κομμουνιστή. Να αλλάξω; Για ποιο λόγο; Θα ντρεπόμουν».
Με το ξέσπασμα της κρίσης και την πολιτική που επιβάλλεται τόσο στη χώρα του την Πορτογαλία, όσο και στην Ισπανία, όπου ζει από το 1992 αυτοεξόριστος λόγω της στάσης της πορτογαλικής κυβέρνησης του Καβάκο Σίλβα στο βιβλίο του «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον», σχολιάζει:
«Είναι σαφές πως οι τραπεζίτες δεν είναι άνθρωποι για να τους εμπιστεύεται κανείς...».
Ο Ζοζέ Σαραμάγκου, αυτή η τεράστια μορφή του ευρωπαικού και παγκόσμιου πολιτισμού, μαχητής κατά της χούντας του Σαλαζάρ στην «Επανάσταση των γαριφάλων», ένας άνθρωπος που λόγω της φτώχειας της αγροτικής οικογένειάς του δεν τελείωσε ούτε καν τη βασική εκπαίδευση, που κατέκτησε τη θέση του στο πάνθεον της λογοτεχνικής αθανασίας αν και άρχισε να γράφει μόλις μετά τα 50 του χρόνια, που εξηγούσε – αφοπλιστικά - ότι ήταν κομμουνιστής γιατί «δεν θέλω να χάσω τον μόνο λόγο που έχω για να ζω: τη συνείδηση του ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι ένας κόσμος καλός, το αντίθετο, και ότι είναι ανάγκη να τον αλλάξουμε», πέθανε σαν σήμερα, στις 18 Ιουνίου του 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου