Στο φως το αρχείο του
Φραντς Κάφκα και του εκδότη του
Μια φιλοχρήματη και
ιδιότροπη γηραιά κυρία είχε κληρονομήσει τα σπάνια έγγραφα και τα είχε κρύψει
σε διαμέρισμα στο Ισραήλ
Πριν από 20 χρόνια
είχε πουλήσει στον οίκο Sotheby΄s το χειρόγραφο της «Δίκης» και πιθανόν να είχε
βγάλει λαθραία και άλλα
Επιστήμονες θα
μελετήσουν το αρχείο και έτσι ίσως δοθεί απάντηση στο αν ο εκδότης είχε επέμβει
στα κείμενα του τσέχου συγγραφέα
Το ισόγειο διαμέρισμα βρίσκεται σε μια ήσυχη γειτονιά στο
Τελ Αβίβ, κοντά στο πάρκο Μπεν Γκουριόν. Σχεδόν κανείς, εκτός από τους ειδικούς
ερευνητές και την Υπηρεσία Αρχείων του Ισραήλ, δεν ήξερε ότι εκεί μέσα κρυβόταν
για χρόνια και χρόνια ένας πραγματικός λογοτεχνικός θησαυρός. Ελάχιστα πράγματα
ήξεραν οι ένοικοι της παλιάς πολυκατοικίας. Αυτό που έβρισκαν ανυπόφορο ήταν η
έντονη δυσοσμία από τις αμέτρητες γάτες και σκύλους που συντηρούσε η υπέργηρη
ένοικος του διαμερίσματος Εστερ Χόφερ, η οποία πέθανε πέρυσι σε ηλικία 101
ετών.
Κρυμμένος θησαυρός
Ποιος ήταν αυτός ο θησαυρός; Ηταν το αρχείο του Φραντς Κάφκα
και του εκδότη και επιμελητή των έργων του συγγραφέα Μαξ Μπροντ. Γιατί όμως
έμειναν «κρυμμένα» σε ένα διαμέρισμα του Τελ Αβίβ και εκτεθειμένα στον χρόνο
και στην υγρασία επί 40 χρόνια τα χειρόγραφα ενός από τους μεγαλύτερους
συγγραφείς του 20ού αιώνα; Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις αλλά η κυριότερη, σύμφωνα
με τους γνωρίζοντες, είναι ο ιδιότροπος χαρακτήρας της Εστερ Χόφερ, η οποία
αρνιόταν να συναντήσει δημοσιογράφους και ειδικούς επιστήμονες και μελετητές
του έργου του συγγραφέα της «Δίκης». Κρατούσε ζηλότυπα τον θησαυρό για τον
εαυτό της. Η ιστορία είναι πέρα ως πέρα καφκική, θα έλεγε κανείς. Ο μεγάλος
τσέχος συγγραφέας πέθανε το 1924 από φυματίωση στα 42 του χρόνια έχοντας
δημοσιεύει πολύ μικρό μέρος του έργου του. Λίγο προτού πεθάνει ζήτησε από τον
επιστήθιο φίλο του Μαξ Μπροντ να κάψει όλα του τα χειρόγραφα. Ο Μπροντ δεν
υπάκουσε, γιατί αλλιώς αξεπέραστα αριστουργήματα, όπως η «Δίκη» και ο «Πύργος»,
δεν θα έβλεπαν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Ο Μπροντ επιμελήθηκε και εξέδωσε
όλα τα ανέκδοτα, ολοκληρωμένα και ημιτελή έργα του φίλου του και από τότε το
τοπίο της παγκόσμιας λογοτεχνίας αλλά και της Τέχνης γενικότερα δεν ήταν πια το
ίδιο.
Ο Κάφκα ήταν Τσέχος, εβραίος, έζησε στην Πράγα και έγραφε
στα γερμανικά. Το 1939, την παραμονή της εισόδου των ναζιστικών στρατευμάτων
στην Πράγα, ο Μπροντ διέφυγε και έπειτα από μια περιπετειώδη περιπλάνηση στην
Ευρώπη πήγε στην Παλαιστίνη, όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του (πέθανε το
1968 στα 84 χρόνια του). Εκεί μετά τον θάνατο της γυναίκας του ζούσε μόνος αλλά
είχε σχέσεις με διάφορες γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες και με τη γραμματέα του
Εστερ Χόφερ (η οποία ήταν παντρεμένη). Λίγο προτού πεθάνει ο Μπροντ την
κατέστησε γενική κληρονόμο του.
Μια φιλοχρήματη κληρονόμος
Η Χόφερ κληρονόμησε το αρχείο Κάφκα αλλά και το αρχείο του
Μαξ Μπροντ. Εκτοτε κανείς δεν είδε τα αρχεία αυτά, που και σήμερα ακόμη δεν είναι
γνωστό σε τι κατάσταση βρίσκονται. Η γηραιά κυρία ωστόσο δεν ήταν αδιάφορη για
τα χρήματα. Ετσι πριν από 20 χρόνια πούλησε στον οίκο δημο πρασιών Sotheby΄s το
χειρόγραφο της «Δίκης» αντί του ποσού του 1 εκατ. στερλινών, το μεγαλύτερο που
δόθηκε ποτέ για χειρόγραφο λογοτεχνικού έργου.
Υπάρχουν υποψίες ότι η Χόφερ θα πρέπει να πούλησε και άλλα
χειρόγραφα, αφού είναι αποδεδειγμένο ότι επεχείρησε να το κάνει. Το 1974, λ.χ.,
η Υπηρεσία Αρχείων του Ισραήλ τη συνέλαβε στο αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν ενώ
προσπαθούσε να περάσει παράνομα με χειρόγραφα από το αρχείο του Κάφκα. Αυτό την
ανάγκασε να επιτρέψει στις Αρχές να λάβουν γνώση του αρχείου που είχε στην
κατοχή της γιατί, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας, αρχειακό υλικό δεν μπορεί
να φύγει από το Ισραήλ αν πρώτα δεν έχει καταλογογραφηθεί και δεν έχει
φωτοτυπηθεί. Και έτσι όμως οι επιφορτισμένοι με τη σχετική έρευνα υπάλληλοι
αμφιβάλλουν σοβαρά αν η Χόφερ τούς έδειξε ό,τι υπήρχε. Αντίθετα, πιστεύουν ότι
μεγάλο μέρος τούς το απέκρυψε, απόδειξη ότι κάθε φορά που οι ίδιοι ζητούσαν να
δουν το υλικό προέβαλλε διάφορα προσχήματα ώστε να αποτρέψει την έρευνα. Ισως
μάλιστα τα πιο σημαντικά του τμήματα τους τα είχε αποκρύψει ενώ κάποια να τα
είχε διοχετεύσει λαθραία εκτός Ισραήλ.
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα όπου η γραφειοκρατική
παράνοια δημιουργεί εξωφρενικές ιστορίες. Ο δήμος Τελ Αβίβ-Χάιφας, λ.χ.,
επενέβη όταν πριν από δύο χρόνια οι γείτονες παραπονέθηκαν για την απαίσια
μυρουδιά που προκαλούσαν οι ντουζίνες από σκύλους και γάτες που κρατούσε η
100χρονη Χόφερ στο διαμέρισμά της, αλλά σε σχετική ερώτηση οι αρμόδιοι
υπάλληλοι είπαν ότι ο δήμος δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για το αρχείο της
επειδή «δεν είχε καμία αρμοδιότητα». Ποιος ήταν αρμόδιος; Ως φαίνεται, κανείς.
Μελέτη και συντήρηση
Το αρχείο περιήλθε στις δύο ηλικιωμένες κόρες της Χόφερ.
Αυτές τώρα θα επιτρέψουν, με τη συμπλήρωση 125 χρόνων από τη γέννηση του Κάφκα,
στους ειδικούς επιστήμονες να μελετήσουν το αρχείο Κάφκα και Μπροντ και να το
συντηρήσουν. Ετσι θα λυθεί και ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της παγκόσμιας
λογοτεχνίας: Τι έκανε ως επιμελητής ο Μπροντ, συγγραφέας και ο ίδιος, στα
χειρόγραφα του Κάφκα; Τι άλλαξε, τι περιέκοψε, τι απέκρυψε- και αν;
Εν τω μεταξύ οι κληρονόμοι της κληρονόμου έχουν να
τακτοποιήσουν και μια άλλη εκκρεμότητα που τους άφησε η ιδιότροπη και, όπως
αποδεικνύεται, φιλοχρήματη μητέρα τους. Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980
η Εστερ Χόφερ υπέγραψε αντί σεβαστού ποσού συμβόλαιο με τον γερμανικό εκδοτικό
οίκο Αrtemis und Winkler για την έκδοση των «Ημερολογίων» του Μαξ Μπροντ. Η
Χόφερ δεν έδωσε στον εκδοτικό οίκο ποτέ το χειρόγραφο του Μπροντ, μολονότι είχε
εισπράξει τα χρήματα για τα δικαιώματα. Ο μικρός εκείνος εκδοτικός οίκος
αγοράστηκε αργότερα από έναν μεγαλύτερο και τώρα οι κληρονόμοι της Χόφερ
βρίσκονται ξανά σε διαπραγματεύσεις με τους υπευθύνους του νέου εκδότη, ο
οποίος θεωρεί πλέον τα δικαιώματα για τα «Ημερολόγια» περιουσιακό του στοιχείο.
Για τον Κάφκα η Μιλένα Γιέσενσκα θα γράψει:
"Έβλεπε τον κόσμο γεμάτο αόρατους δαίμονες που τσακίζουν και
αφανίζουν τον απροστάτευτο άνθρωπο. Ήταν περίσσια διορατικός, περίσσια σοφός
για να είναι ικανός να ζήσει, περίσσια αδύναμος για να αγωνιστεί, αδύναμος όπως
είναι οι ευγενείς, ωραίοι άνθρωποι που δεν είναι ικανοί να αγωνιστούν ενάντια
στο φόβο τους για την έλλειψη κατανόησης, καλοσύνης, για το πνευματικό ψεύδος,
αφού έχουν εκ των προτέρων επίγνωση της ανημποριάς τους και ηττημένοι
ντροπιάζουν τον νικητή. Γνώριζε τους ανθρώπους όπως μόνο ένας άνθρωπος με οξύ
κριτήριο μπορεί να τους γνωρίζει, ένας άνθρωπος που ζει μονάχος και σχεδόν
προφητικά μπορεί να διαβάσει τον άλλον από μια και μόνο λάμψη του ματιού.
Γνώριζε τον κόσμο με ασυνήθιστο και βαθύ τρόπο, ο ίδιος ήταν ένας ασυνήθιστος
και βαθύς κόσμος. Έγραψε τα σημαντικότερα βιβλία της νέας γερμανικής
λογοτεχνίας – η πάλη της σημερινής γενιάς ολόκληρου του κόσμου βρίσκεται σ’
αυτά, αν και χωρίς μεροληπτικό λόγο. Είναι αληθινά, γυμνά και επώδυνα, έτσι
ώστε ακόμη κι εκεί που εκφράζονται συμβολικά, είναι σχεδόν νατουραλιστικά.
Είναι γεμάτα από τη στεγνή χλεύη και την ευαίσθητη ματιά ενός ανθρώπου που είδε
τον κόσμο με τέτοια ενάργεια, ώστε δεν μπόρεσε να το αντέξει…"
Ο ίδιος ο Κάφκα έλεγε : «Βρίσκομαι σε επαίσχυντα βάθη
γραφής. Μόνο έτσι μπορεί να γράφει κανείς, μόνο με τέτοια συνοχή, με τέτοιο
ολοκληρωτικό άνοιγμα του σώματος και της ψυχής».
Μικρός Μύθος - Φραντς Κάφκα
"Αχ" είπε το ποντίκι , ''ο κόσμος στενεύει κάθε
μέρα. Στην αρχή ήταν τόσο πλατύς που φοβόμουν, συνέχισα να τρέχω, και χάρηκα
όταν είδα τελικά στο βάθος δεξιά και αριστερά τοίχους, αλλά οι μακρινοί αυτοί
τοίχοι συγκλίνουν με τόση ταχύτητα που έφτασα ήδη στο τελευταίο δωμάτιο και
εκεί στη γωνία στέκει η παγίδα και τρέχω καταπάνω της''.
"Δεν έχεις παρά να αλλάξεις κατεύθυνση'' είπε η γάτα
και το έφαγε.
(Διηγήματα και μικρά Πεζά, εκδόσεις Ροές)
Φραντς Κάφκα- Μπροστά στο νόμο
"Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ' αυτό το θυρωρό
έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να
τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα
μπορούσε να μπει αργότερα. "'Ίσως", λέει ο θυρωρός, "τώρα όμως
όχι". Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός,
σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε
αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: "Αν το τραβά η όρεξη σου, δοκίμασε να
μπεις, μ' όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι
παρά ο πιο κάτω απ' όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ' αίθουσα είναι κι άλλοι
θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ’ εγώ
μπορώ να την αντέξω". Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο
νόμος ωστόσο πρέπει να 'ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και
καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του,
τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα,
αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός
του δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται
μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και
κουράζει τον θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός του κάνει συχνά
μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει
ολοένα, πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά
εφοδιασμένος για το ταξίδι του, τα ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε
δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: "Τα
δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παρέλειψες τίποτα." Όλα αυτά
τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους
άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος του φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει
στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και
δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει, και,
μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά
του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν' αλλάξουν τη γνώμη, του
θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει, αν γύρω του αλήθεια
σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα
μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα.
Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατο του σμίγουν όλες οι πείρες όλης του
της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει,
γιατί δεν μπορεί πια ν' ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να
σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. "Τι
θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;" ρωτά ο θυρωρός, "είσαι
αχόρταγος...". "'Όλοι μάχονται για το νόμο", λέει ο άνθρωπος,
"πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;" Ο
θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την
ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: "Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει
δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την
κλείσω."
Στο σύντομο αφήγημα του Κάφκα, το οποίο περιέχεται στη Δίκη,
θίγεται η διάσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και τις διάφορες μορφές εξουσίας, που
ασκούν καταπίεση πάνω του. Με τον γνωστό ειρωνικό τόνο του ο Κάφκα σχολιάζει
την παράλογη λογική των φορέων της ολοκληρωτικής και αυταρχικής εξουσίας, που
αξιώνουν απόλυτη υποταγή συντρίβοντας κάθε ίχνος ατομικότητας. Το μοτίβο του
τυφλά υποταγμένου ανθρώπου που αδυνατεί να αντιδράσει και να επαναστατήσει…
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα κυνήγησαν τα έργα
του Κάφκα, για διαφορετικούς λόγους. Εργα εβραίου, τα κείμενά του απαγορεύτηκαν
από τους ναζιστές με την αιτιολογία ότι ήταν «βλαπτικά και ανεπιθύμητα».
Λογοτέχνης ο οποίος βρισκόταν πολύ μακριά από το σταλινικό δόγμα του
σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ο οποίος δεν εξέφραζε την πραγματικότητα της
επανάστασης, ο Κάφκα απαγορεύτηκε στη Σοβιετική Ενωση αλλά και στην πατρίδα του
ως συγγραφέας επικίνδυνος, καταθλιπτικός και παρακμιακός, ικανός να εμπνεύσει
απελπισία.
Ο Κάφκα θεωρείται πλέον ένας κλασσικός συγγραφέας
και μάλιστα νεωτερικός. Για να σκεφθούμε, έτσι πολύ αδρά το μέγεθός του ας
σκεφθούμε πόσο σχεδόν αρχετυπικός έχει
γίνει ο όρος «καφκικός» όταν θέλουμε να
μιλήσουμε για κάτι εφιαλτικό και καταπιεστικό. Πριν από περίπου τριάντα
χρόνια οι εκδόσεις «Πένγκουιν» στην επέτειο των 100 χρόνων από τον θάνατο
του συγγραφέα είχαν κυκλοφορήσει μία αφίσα στην οποία έγραφαν με τρόπο χαρακτηριστικό: «Το βλέμμα του το
βλέμμα μας». Στο ίδιο φυλλάδιο των αγγλικών εκδόσεων είχε
φιλοξενηθεί ένα παλιό σχόλιο του ποιητή Οντεν για τον Κάφκα, το οποίο αφού
συνέκρινε την προσφορά του τελευταίου με τον Σαίξπηρ και με τον Δάντη, κατέληγε:
« ..Η αμηχανία του είναι η αμηχανία του σύγχρονου ατόμου».
''Όταν οι λέξεις στην πολιτεία είναι φορτωμένες βαρβαρότητα
και ψέμα, τίποτα δεν μιλάει δυνατότερα από ένα άγραφο ποίημα''.
Μάλλον αυτά σκέφτηκε ο Κάφκα όταν ζητούσε από τον φίλο του
να κάψει τα γραπτά του.
Τα γραπτά του σπάνε τα υπαρκτά δεσμά του ανθρώπου σαν υποκείμενο
με μια υλική εξουσία. Ο ίδιος δεν καταδέχεται ποτέ να συμπεριλάβει τον εαυτό
του σε κανένα κίνημα, παρόλο που παρακολουθεί συνεδριάσεις αναρχικών. Ποτέ όμως,
ανάμεσα σε πλήθος κόσμου που σηκώνεται όταν ακούει το γερμανικό ύμνο, δεν το κάνει
ο ίδιος. Με όλες τις συνέπειες. Όπως και στο φανταστικό του γραπτό κόσμο, έτσι
και στην ζωή του, δεν καταδέχεται την έγκληση του ατόμου ως Υποκείμενο. Τα κείμενα
του θα μπορέσουν να τα καταλάβουν μόνο οι αδάμαστες ψυχές και τα ανυπότακτα μυαλά,
όπως εντέλει ήταν και ο ίδιος.
"Υπάρχει προορισμός, αλλά όχι δρόμος. Αυτό που αποκαλούμε
δρόμο είναι δισταγμός."