Η Παράλογη Ιστορία της Παστού
Τα βράδια, από το στενό παράθυρο του ΠΙΚΠΑ της Νεάπολης στην Μυτιλήνη, η Παστού κοιτάζει τη θάλασσα, η οποία επτά μήνες πριν παραλίγο να πνίξει την ίδια και τα τέσσερα παιδιά της (τον Κανταρά, τη Μαριάμ, τον Σενταρά και την Ομεϊρά). Στη συνέχεια κοιτάζει προς τη Χίο, όπου ο άντρας της είναι προφυλακισμένος -άδικα σύμφωνα με την ίδια- με την κατηγορία της διακίνησης μεταναστών. Μία ακόμα ιστορία που αποδεικνύει οτι πόσο λάθος είναι η ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική.
Πρόσφατα, με τη βοήθεια των εθελοντών της οργάνωσης «χωριό όλοι μαζί», αποφάσισαν να διηγηθούν την ιστορία τους και να την εκδώσουν σε ένα βιβλίο, ώστε με τα χρήματα που θα συγκεντρώσουν να πληρώσουν τα έξοδα για τη δίκη του.
Η ιστορία του κόσμου είναι γραμμένη από μεταναστεύσεις -η Παστού και τα τέσσερα παιδιά της ξέρουν καλά τι σημαίνει αυτό. Το μικρό βιβλιαράκι με τίτλο «Θέλουμε πίσω τον μπαμπά μας», αποτελεί την προσωπική αφήγηση μιας οικογένειας που στο δρόμο για τον «παράδεισο» της Ευρώπης έχασε το πατέρα της.
«Θα ξεκινήσω από την Τουρκία», μου λέει η Παστού. «Μέναμε στο πάρκο. Μετά από αρκετές μέρες βρήκαμε ένα σπίτι, αλλά ήταν πολύ μικρό –τουαλέτα, μπάνιο και μια μικρή κουζίνα όλο κι όλο. Τα βράδια μαζεύαμε σκουπίδια όλη η οικογένεια και ο άντρας μου μού έλεγε: «Μην έρθεις εσύ, είναι ντροπή μια γυναίκα να το κάνει αυτό». Του απαντούσα «Ντροπή είναι να ζητιανεύεις ή να κάνεις άλλα πράγματα. Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Μαζεύαμε τα λεφτά για να έρθουμε στην Ευρώπη».
Όταν τελικά συγκεντρώθηκε το ποσό που θα τους εξασφάλιζε το πολύτιμο εισιτήριο, πήγαν στην παραλία να επιβιβαστούν στις βάρκες. «Ήταν πολύς κόσμος. Φωνάξανε τον άντρα μου οι διακινητές ‘’έλα εσύ εδώ, έλα να μας βοηθήσεις να βάλουμε τον κόσμο μέσα στη βάρκα’’. Μας άφησε στο δάσος και πήγε να βοηθήσει να βάλουν τον κόσμο στη βάρκα. Μετά τον χάσαμε», λέει η Παστού.
Έπειτα από πολλές ταλαιπωρίες, εκείνη και τα παιδιά της κατάφεραν να επιβιβαστούν σε μία από τις βάρκες που θα τους έφερνε στην Ελλάδα. «Φτάσαμε στην παραλία της Μυτιλήνης και μας λέει ο διακινητής ‘’έι, κατεβείτε’’. Μας πετάξανε στη θάλασσα. Τον Σενταρά τον έπαιρνε το κύμα κι εγώ έλεγα ‘’έχασα τον άντρα μου, τώρα θα χάσω και τα παιδιά μου’’. Μας έριξαν όλους μέσα στη θάλασσα -ευτυχώς ένας άντρας μας βοήθησε και μας έβγαλε όλους έξω. Στην αρχή ήρθε να τραβήξει εμένα και του φώναζα: ‘’Όχι εμένα, το παιδί μου εκεί το πήρε το κύμα’’. Κολύμπησε και το έφερε», διηγείται.
Οι περιγραφές της «ξύνουν» την ανοιχτή πληγή από το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι -μία τραγωδία που θα μπορούσε να είναι μέρος και της δικής της ιστορίας. Φτάνοντας ο διακινητής άρχισε να φωνάζει «Γρήγορα, θα έρθει η αστυνομία» και μας έσπρωξε στο νερό. Εμένα με πέταξε. Δεν σκεφτόμουν τον εαυτό μου, για τα παιδιά μου φοβόμουν», λέει.
Ο 11χρονος Κανταρά είναι ο μεγάλος γιος της Παστού. Ανασύρει στη μνήμη του τη στιγμή που εξαφανίστηκε ο πατέρας του. «Έκλαιγα πάρα πολύ -πίστευα ότι ο πατέρας μου πέθανε, πνίγηκε στη θάλασσα. Όλοι κλαίγαμε. Όταν έπειτα από 14 μέρες πήραμε νέα ότι είναι ζωντανός, τρελαθήκαμε από τη χαρά μας. «Εντάξει, είναι ζωντανός», έλεγα από μέσα μου. Μετά μάθαμε ότι είναι προφυλακισμένος. Οι αρχές νόμιζαν ότι είναι διακινητής. Όταν μας το είπε δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Λέγαμε «τι ατυχία είναι πάλι αυτή για εμάς».
Σήμερα η οικογένεια έχει πάρει άσυλο και ζει για τη στιγμή που θα ενωθεί και πάλι με τον πατέρα της. Παρά τις κακουχίες, τα παιδιά και η Παστού εξακολουθούν να ελπίζουν. Να περιμένουν ότι η αλήθεια θα λάμψει. Όπως μου λέει μία από τις εθελόντριες του «χωριού» τις πρώτες μέρες η Παστού κοιμόταν έξω από το αστυνομικό τμήμα πιστεύοντας πως έτσι θα μπορούσε να ανταλλάξει έστω μια ματιά με τον άντρα της. Πως μέσα στην αγωνία της να μαζέψει χρήματα για τα δικαστικά έξοδα είχε ζητήσει να μαζέψει σκουπίδια και πλαστικά για ανακύκλωση. Το μόνο που ήθελε ήταν να ενωθεί και πάλι η οικογένειά της. Όπως γράφει και η ίδια απλά και αληθινά στο βιβλιαράκι που έφτιαξε με τα παιδιά της: «Αν είσαι ευτυχισμένη, ακόμη κι ένα ξερό κομμάτι ψωμί να φας, έχει τέλεια γεύση. Αν δεν έχεις ευτυχία, ακόμη και το καλύτερο φαΐ -ένα αρνάκι, ένα κοτόπουλο- δεν έχει γεύση. Αν δεν έχεις χαρά και ηρεμία στις σκέψεις σου, δεν ωφελεί το καλό φαΐ».
Το βιβλίο πλαισιώνεται με φωτογραφίες και ζωγραφιές των παιδιών: Τρία χαμογελαστά ανθρωπάκια ψάχνουν μέσα σε έναν κάδο απορριμάτων. Η οικογένεια μέσα στη βάρκα με τους διακινητές. Μία μεγάλη μουτζούρα στο χαρτί -η στιγμή που τους πέταξαν μέσα στη θάλασσα. Ο μπαμπάς στη φυλακή. Ζωγραφιές που δεν περιμένεις ποτέ να δεις. Εικόνες φρικτές, σκληρές, που αποκτούν όμως μία παράδοξη αθωότητα όταν προέρχονται από παιδικά χέρια. Το μικρό βιβλιαράκι της Παστού κυκλοφορεί στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά. Και αφορά την επανένωση μίας οικογένειας που στο δρόμο για την Ευρώπη έχασε τον μπαμπά της. Μόλις με τρία ευρώ.
Τα βράδια, από το στενό παράθυρο του ΠΙΚΠΑ της Νεάπολης στην Μυτιλήνη, η Παστού κοιτάζει τη θάλασσα, η οποία επτά μήνες πριν παραλίγο να πνίξει την ίδια και τα τέσσερα παιδιά της (τον Κανταρά, τη Μαριάμ, τον Σενταρά και την Ομεϊρά). Στη συνέχεια κοιτάζει προς τη Χίο, όπου ο άντρας της είναι προφυλακισμένος -άδικα σύμφωνα με την ίδια- με την κατηγορία της διακίνησης μεταναστών. Μία ακόμα ιστορία που αποδεικνύει οτι πόσο λάθος είναι η ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική.
Πρόσφατα, με τη βοήθεια των εθελοντών της οργάνωσης «χωριό όλοι μαζί», αποφάσισαν να διηγηθούν την ιστορία τους και να την εκδώσουν σε ένα βιβλίο, ώστε με τα χρήματα που θα συγκεντρώσουν να πληρώσουν τα έξοδα για τη δίκη του.
Η ιστορία του κόσμου είναι γραμμένη από μεταναστεύσεις -η Παστού και τα τέσσερα παιδιά της ξέρουν καλά τι σημαίνει αυτό. Το μικρό βιβλιαράκι με τίτλο «Θέλουμε πίσω τον μπαμπά μας», αποτελεί την προσωπική αφήγηση μιας οικογένειας που στο δρόμο για τον «παράδεισο» της Ευρώπης έχασε το πατέρα της.
«Θα ξεκινήσω από την Τουρκία», μου λέει η Παστού. «Μέναμε στο πάρκο. Μετά από αρκετές μέρες βρήκαμε ένα σπίτι, αλλά ήταν πολύ μικρό –τουαλέτα, μπάνιο και μια μικρή κουζίνα όλο κι όλο. Τα βράδια μαζεύαμε σκουπίδια όλη η οικογένεια και ο άντρας μου μού έλεγε: «Μην έρθεις εσύ, είναι ντροπή μια γυναίκα να το κάνει αυτό». Του απαντούσα «Ντροπή είναι να ζητιανεύεις ή να κάνεις άλλα πράγματα. Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Μαζεύαμε τα λεφτά για να έρθουμε στην Ευρώπη».
Όταν τελικά συγκεντρώθηκε το ποσό που θα τους εξασφάλιζε το πολύτιμο εισιτήριο, πήγαν στην παραλία να επιβιβαστούν στις βάρκες. «Ήταν πολύς κόσμος. Φωνάξανε τον άντρα μου οι διακινητές ‘’έλα εσύ εδώ, έλα να μας βοηθήσεις να βάλουμε τον κόσμο μέσα στη βάρκα’’. Μας άφησε στο δάσος και πήγε να βοηθήσει να βάλουν τον κόσμο στη βάρκα. Μετά τον χάσαμε», λέει η Παστού.
Έπειτα από πολλές ταλαιπωρίες, εκείνη και τα παιδιά της κατάφεραν να επιβιβαστούν σε μία από τις βάρκες που θα τους έφερνε στην Ελλάδα. «Φτάσαμε στην παραλία της Μυτιλήνης και μας λέει ο διακινητής ‘’έι, κατεβείτε’’. Μας πετάξανε στη θάλασσα. Τον Σενταρά τον έπαιρνε το κύμα κι εγώ έλεγα ‘’έχασα τον άντρα μου, τώρα θα χάσω και τα παιδιά μου’’. Μας έριξαν όλους μέσα στη θάλασσα -ευτυχώς ένας άντρας μας βοήθησε και μας έβγαλε όλους έξω. Στην αρχή ήρθε να τραβήξει εμένα και του φώναζα: ‘’Όχι εμένα, το παιδί μου εκεί το πήρε το κύμα’’. Κολύμπησε και το έφερε», διηγείται.
Οι περιγραφές της «ξύνουν» την ανοιχτή πληγή από το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι -μία τραγωδία που θα μπορούσε να είναι μέρος και της δικής της ιστορίας. Φτάνοντας ο διακινητής άρχισε να φωνάζει «Γρήγορα, θα έρθει η αστυνομία» και μας έσπρωξε στο νερό. Εμένα με πέταξε. Δεν σκεφτόμουν τον εαυτό μου, για τα παιδιά μου φοβόμουν», λέει.
Ο 11χρονος Κανταρά είναι ο μεγάλος γιος της Παστού. Ανασύρει στη μνήμη του τη στιγμή που εξαφανίστηκε ο πατέρας του. «Έκλαιγα πάρα πολύ -πίστευα ότι ο πατέρας μου πέθανε, πνίγηκε στη θάλασσα. Όλοι κλαίγαμε. Όταν έπειτα από 14 μέρες πήραμε νέα ότι είναι ζωντανός, τρελαθήκαμε από τη χαρά μας. «Εντάξει, είναι ζωντανός», έλεγα από μέσα μου. Μετά μάθαμε ότι είναι προφυλακισμένος. Οι αρχές νόμιζαν ότι είναι διακινητής. Όταν μας το είπε δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Λέγαμε «τι ατυχία είναι πάλι αυτή για εμάς».
Σήμερα η οικογένεια έχει πάρει άσυλο και ζει για τη στιγμή που θα ενωθεί και πάλι με τον πατέρα της. Παρά τις κακουχίες, τα παιδιά και η Παστού εξακολουθούν να ελπίζουν. Να περιμένουν ότι η αλήθεια θα λάμψει. Όπως μου λέει μία από τις εθελόντριες του «χωριού» τις πρώτες μέρες η Παστού κοιμόταν έξω από το αστυνομικό τμήμα πιστεύοντας πως έτσι θα μπορούσε να ανταλλάξει έστω μια ματιά με τον άντρα της. Πως μέσα στην αγωνία της να μαζέψει χρήματα για τα δικαστικά έξοδα είχε ζητήσει να μαζέψει σκουπίδια και πλαστικά για ανακύκλωση. Το μόνο που ήθελε ήταν να ενωθεί και πάλι η οικογένειά της. Όπως γράφει και η ίδια απλά και αληθινά στο βιβλιαράκι που έφτιαξε με τα παιδιά της: «Αν είσαι ευτυχισμένη, ακόμη κι ένα ξερό κομμάτι ψωμί να φας, έχει τέλεια γεύση. Αν δεν έχεις ευτυχία, ακόμη και το καλύτερο φαΐ -ένα αρνάκι, ένα κοτόπουλο- δεν έχει γεύση. Αν δεν έχεις χαρά και ηρεμία στις σκέψεις σου, δεν ωφελεί το καλό φαΐ».
Το βιβλίο πλαισιώνεται με φωτογραφίες και ζωγραφιές των παιδιών: Τρία χαμογελαστά ανθρωπάκια ψάχνουν μέσα σε έναν κάδο απορριμάτων. Η οικογένεια μέσα στη βάρκα με τους διακινητές. Μία μεγάλη μουτζούρα στο χαρτί -η στιγμή που τους πέταξαν μέσα στη θάλασσα. Ο μπαμπάς στη φυλακή. Ζωγραφιές που δεν περιμένεις ποτέ να δεις. Εικόνες φρικτές, σκληρές, που αποκτούν όμως μία παράδοξη αθωότητα όταν προέρχονται από παιδικά χέρια. Το μικρό βιβλιαράκι της Παστού κυκλοφορεί στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά. Και αφορά την επανένωση μίας οικογένειας που στο δρόμο για την Ευρώπη έχασε τον μπαμπά της. Μόλις με τρία ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου