Οοιπορικό στα χαρτόκουτα της Αθήνας. Στα πεζοδρόμια, στις στοές, κάτω από τις γέφυρες και στα πάρκα, εκεί όπου σαν χελώνες χωρίς τα καβούκια τους ζουν οι περίπου 20.000 άστεγοι της πόλης
Πρώτη στάση, Ταύρος: Με τη δύση του ηλίου, η καντίνα σκοτεινιάζει και παγώνει. «Κάνει κρύο σήμερα», λέει ανάβοντας το λουξάκι. «Είναι η τελευταία φιάλη. Από αύριο σκοτάδι. Είχα και κάτι κεράκια αλλά μου τελείωσαν», μονολογεί και περιστρέφει το βλέμμα της στο χώρο. Η αδύναμη φλόγα του γκαζιού φωτίζει σωρούς από κουβέρτες. «Αυτό ήταν το μαγαζί μου», λέει η κυρία Κωνσταντίνα. «Τώρα είναι το σπίτι μου. Από αρχόντισσα κατάντησα στο δρόμο».
Στο πλάι του φορτηγού, είναι γραμμένο με κόκκινα γράμματα το όνομα του γιου της. «Καντίνα ο Σάκης». Κάποτε, γνώρισε μεγάλες δόξες, από πεινασμένους ξενύχτηδες, στην Ιερά Οδό. «Εγώ, ξέρεις, έκανα το πιο καθαρό και το πιο ωραίο σάντουιτς» εξιστορεί, περήφανη για το ένδοξο παρελθόν της καντίνας. «Ημουν διάσημη στα μπουζουκάδικα. Μέχρι και οι εφημερίδες με είχαν γράψει. Περασμένα μεγαλεία».
«Γύρω στις 10 Φεβρουαρίου του 2012 μείναμε στο δρόμο με τον γιο μου», λέει η 52χρονη ιδιοκτήτρια. Πριν, ζούσε όπως λέει «σε ένα τριάρι, κουκλί στην Κολιάτσου». Μια διπλωμένη κουβέρτα είναι στρωμένη στο διάδρομο, ανάμεσα στο επαγγελματικό ψυγείο-πάγκο και τα ντουλάπια του φορτηγού. Αυτό είναι το κρεβάτι της.
«Τρεις μένουμε εδώ. Ή μάλλον τέσσερις» συνεχίζει η κυρία Κωνσταντίνα, καθώς η Μπρούνα, ένα παιχνιδιάρικο λυκόσκυλο, της δαγκώνει τα κορδόνια. «Ο γιος μου είναι 37 ετών, άνεργος και άστεγος και με πολλά προβλήματα υγείας. Μένει στη Βουλιαγμένη, στα εγκαταλελειμμένα της εκκλησίας που είναι για πώληση. Οταν έρχεται εδώ, του ανοίγω δύο σιδερένιες καρέκλες, μία στη θέση του οδηγού, μία στου συνοδηγού, βάζω από πάνω δυο κουβέρτες και έτοιμο το κρεβάτι». Τα πρωινά, τα δέντρα του δρόμου γίνονται απλώστρες. Μπουγάδα απλωμένη στο δρόμο. Τις ημέρες που έχει αγώνα, στο κοντινό γήπεδο, ανοίγει η δημοτική τουαλέτα. «Αν δεν ανοίξει, πηγαίνουμε στην καντίνα δίπλα, ή πηγαίνουμε στο φαστφουντάδικο. Οχι έξω. Απαγορεύεται κι έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ», μου ψιθυρίζει στο αφτί.
Οσο περνάει η ώρα η καντίνα παγώνει. Κρύος αέρας διαπερνάει την πλαστική σακούλα που είναι κολλημένη με μονωτική ταινία, καλύπτοντας το τζάμι που λείπει. «Μας κλέψανε και μας αποτέλειωσαν», διηγείται η κ. Κωνσταντίνα. «Από δω μπήκαν, πήραν τη μεγάλη γεννήτρια την πεντοχιλιάρα, τη μεγάλη φιάλη, την ψησταριά, την κάβα, όλα τα ποτήρια, την τοστιέρα, μου πήραν τα πάντα. Από κει και πέρα δεν είχα οικονομική ευχέρεια. Για τρία ενοίκια, χάσαμε το σπίτι. Και 2 φορτηγά πράγματα. Δεν έχω ούτε μία φωτογραφία του παιδιού μου από τότε που ήταν μωρό. Δεν έχω μια φωτογραφία της συγχωρεμένης της μητέρας μου και του πατέρα μου. Ολος μας ο θησαυρός, τα χρυσαφικά της μητέρας μου από Τουρκία, η προίκα μου από πορσελάνη. Είχα προθεσμία 6 μήνες. Αλλά εγώ χρήματα δεν είχα. Ούτε για να νοικιάσω αποθήκη και να βάλω τα πράγματα, ούτε για να δώσω τα ενοίκια. Και τα χάσαμε όλα. Ολα! Χάσαμε τον ιδρώτα μιας ζωής. Κι από τότε μένουμε εδώ. Στον δήμο πηγαίνουμε για φαγητό, κάθε Τρίτη μας φέρνει η Αρχιεπισκοπή -να 'ναι καλά- κονσέρβες, μπισκότα και κρουασάν. Κι έτσι επιβιώνουμε». Αν υπήρχε τζίνι που πραγματοποιεί ευχές, «θα ήθελα να ξεκινήσω πάλι τη δουλειά μου. Να τακτοποιήσω τις εκκρεμότητες και να βρω ένα σπίτι να μένω με τον γιο μου και την κοπέλα του. Αλλά για να ξεκινήσω τη δουλειά μου, χρειάζονται χρήματα. Για γεννήτρια, για τοστιέρα, για εμπόρευμα, για την ασφάλεια του αυτοκινήτου, για να πληρώσω μια λογίστρια για το κλείσιμο των χαρτιών, για να βγάλω ξανά άδεια στον δήμο...».
Δεύτερη στάση: πλατεία Κουμουνδούρου: «Δεν λείπουν, εδώ είναι» με διαβεβαιώνει ο Κώστας, ένας από τους άστεγους που μας συνοδεύει στην πλατεία Κουμουνδούρου. Μπροστά από τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, πάνω στο τσιμέντο, «με στέγη το σύμπαν» έχει στηθεί ένα πρόχειρο καταφύγιο από χαρτόκουτα και νάιλον. Δίπλα δυο σωροί από παπλώματα, αυτοσχέδιοι υπνόσακοι. «Είναι άνθρωποι μέσα», μας διαβεβαιώνει ο Κώστας. «Αν κάνεις ησυχία ακούς καρδιές να χτυπάνε». Αυτή θεωρείται μια καλή «καβάτζα» για έναν άστεγο. Το μέρος είναι φωτεινό και άρα ασφαλές. Επιπλέον απέχει όσο πρέπει από την πολύβουη Πειραιώς. Αυτή τη στιγμή περνάει το όχημα του δήμου. «Γλιτώνεις κι από αυτόν τον διάολο», λέει ο Κώστας. «Αν σε καταβρέχει; Εννοείται. Λούτσα γίνεσαι. Και μη μου πεις ότι δεν σε βλέπει...».
«Φέτος υπάρχουν πολλά παιδιά στο δρόμο. Αγαπώ πολύ τα παιδιά της Κουμουνδούρου» λέει η Μαίρη, άστεγη κι αυτή. «Σήμερα θα κοιμηθώ στο 4ο» ενημερώνει τους υπόλοιπους για να μην την ψάχνουν. «Είναι το Πολιτιστικό Κέντρο του δήμου που το ανοίγουν με τα κρύα. Είναι καθαρά εκεί και σου δίνουν και ζεστό γάλα». «Αμα χαθεί ένας», συνεχίζει η ίδια, «αρχίζεις, πού είναι ο Γιώργος, ρε παιδιά, τον είδε κανένας; Την επόμενη πρέπει να τον ψάξουμε. Μπορεί να τσακώνεσαι αλλά την άλλη μέρα είσαι παρέα. Κι αν κάποιος έχει να εμφανιστεί καιρό, 15 ημέρες ας πούμε, ξεκινάς να τον ψάχνεις στα νοσοκομεία».
Λίγα μέτρα πιο κάτω, πάνω στο σκοτεινό πεζοδρόμιο της Πειραιώς, η κυρία Γεωργία διαβάζει την Καινή Διαθήκη. «Πάνω από 50 φορές τη διάβασα», λέει, ενώ τα λεπτά της δάχτυλα με τα βαμμένα ροζ νύχια γυρίζουν τις σελίδες. Στα 52 της έχει όψη γιαγιάς. «Αν είχες κανένα βιβλίο καλά θα ήταν. Εχεις ώρα; Τι μέρα είναι;». Από έφηβη, μέχρι τα 45 της, κάθε βράδυ ξενυχτούσε φτιάχνοντας σάντουιτς. «Είχαμε μια καντίνα κινητή, με σουβλάκια. Εχασα τη μαμά μου. Και χάθηκαν όλα. Εμειναν τα χρέη», λέει επιστρέφοντας στο βιβλίο των Αγίων.
«Αμα βρέξει, άντε να στεγνώσεις»
Τρίτη στάση Ρουφ: στο αυτοσχέδιο υπνωτήριο που έχει στηθεί κάτω από τη γέφυρα, το θερμόμετρο δείχνει 4 βαθμούς. «Καλωσήρθατε», ακούγεται μια φωνή μέσα από τις κουβέρτες. Είναι ο Αντρέας. «Πόσοι μένετε εδώ;», τον ρωτάω. Το χέρι του, χαραγμένο από το κρύο, μετράει στον αέρα. «Τρεις κοιμόμαστε εδώ, δύο εκεί, ο Γιώργος εκεί κάτω και ένας μέσα στο Audi, όλοι μαζί εφτά». Κάποτε έμενε στο Περιστέρι και δούλευε στον δήμο. Τώρα κοιμάται πάνω σε ένα στρώμα από κουβέρτες και χαρτόκουτα, δίπλα στην «προεδρική». Δίπλα σε σακούλες σκουπιδιών, γεμάτες εφημερίδες και παλιά υφάσματα. Αυτό είναι το κρεβάτι της Μάχης. «Δεν φάνηκε σήμερα», λέει ο Αντρέας. «Θα πήγε στο συσσίτιο».
Στην άλλη γωνία ο Γιώργος, «ο ροκάς». Οταν έχει τα κέφια του τραγουδάει Deep Purple. Αν βρει μπαταρίες, ανοίγει το ραδιοφωνάκι και πιάνει σταθμούς που παίζουν ροκ. «2.500 δίσκους κλάσικ ροκ είχα. Πάνε όλοι. Η ζωή ήταν ωραία πριν το 2005», λέει. Είναι 51 ετών αλλά μοιάζει δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος. «Οπως γίναν τα πράγματα πρέπει να τα υποστείς. Πούλησα το σπίτι, άνοιξα μια επιχείρηση, δεν πήγε καλά», λέει χωμένος κάτω από τα σκεπάσματα. «Το είχαμε ανοίξει με ένα παιδί από το Ιράν. Ηταν όλα στο όνομά μου. Και τώρα κυνηγάνε εμένα. Αυτός την κοπάνησε. Τόσο εύκολα έμεινα άστεγος. Φιλοξενήθηκα από δω, από κει, ώσπου βγήκα στο δρόμο. Εχεις ένα τσιγάρο;»
«Εχω κοιτάξει για δουλειά. Χρόνια ολόκληρα, έψαχνα αλλά πουθενά τίποτα. Το τηλέφωνο δεν χτυπούσε ποτέ. Δεν ξέρω κάποια τέχνη. Πώς θα δουλέψω σαν εργάτης;», συνεχίζει ο ίδιος. «Πώς περνάει η μέρα εδώ;». «Κάνα βιβλίο διαβάζω», απαντάει. Εκτός αν βρέχει. Αν βρέχει, ο αυτοσχέδιος οικισμός από κουβέρτες πλημμυρίζει. Κι αν ζεις εδώ, ξέρεις ότι «Δεν στεγνώνουν με τίποτα μετά».
«Ο κόσμος βοηθάει περισσότερο τώρα»
Τέταρτη στάση: Μεταξουργείο: Βράδυ Τετάρτης. Η ΕΜΥ έχει προειδοποιήσει για χιόνια. «Ο πιο κρύος χειμώνας ήταν πρόπερσι. Τώρα είναι μια χαρά. Βλέπεις, δεν φοράω το χοντρό το μπουφάν», λέει η Μαίρη, άστεγη από το 2005. «Τι χρειάζεται για να επιβιώσει κάποιος;», τη ρωτάω. «Αγάπη, σεβασμό και επικοινωνία. Αυτά τα τρία χρειάζεται ο άνθρωπος», απαντάει με σιγουριά.
Στο παρελθόν δούλευε ως τηλεφωνήτρια. «Μαζί με όλους απολύθηκα κι εγώ. Μετά έκανα δουλειές του ποδαριού. Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα περνούσα τόσο μεγάλες δυσκολίες. Οτι δεν θα μπορούσα να βοηθηθώ από τους δικούς μου ανθρώπους. Ο μπαμπάς μου παίρνει μια σύνταξη του ΟΓΑ, ζει στην επαρχία. Είχα πάει εκεί, έμεινα κάποια χρόνια αλλά μόλις έπιασε η κρίση δεν μπορούσα να βρω κάτι. Προσπάθησα να κρατήσω το σπίτι, δεν άντεξα τα χρέη. Με βοήθησε κάποιος δικός μου, ξεχρέωσα, αλλά το σπίτι δεν μπόρεσα να το κρατήσω».
«Ξενοίκιασα το σπίτι, έστειλα τον γιο μου στους γονείς και έμεινα σε μια εκκλησία. Για λόγους θέρμανσης πήγα μετά σε κάποιο δημόσιο χώρο και μετά φιλοξενήθηκα σε ένα υπόγειο που μου παραχώρησε κάποιος φίλος. Είχε ένα μπάνιο. Κοιμόμουν στο πάτωμα». Τώρα κοιμάται σε μια αποθήκη στο Μεταξουργείο. «Ξέρεις πώς αισθάνομαι; Σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Πρέπει κάποιος να μας ανάψει ένα σπίρτο για να ζεσταθούμε. Είμαστε παγωμένοι. Από τον 10ο όροφο πέσαμε με το κεφάλι και δεν ξέρουμε τι μας έχει συμβεί. Χάσαμε την επαφή με την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ζωή στα φέρνει έτσι, στα φέρνει κι αλλιώς...».
«Θυμάμαι», συνεχίζει η ίδια, «μια φορά στα Κάτω Πατήσια, ανέβαινα στο λεωφορείο και κοίταξα έναν άστεγο. Και λέω αυτός ο άνθρωπος πώς ζει;». «Αύριο», μου λέει, «θα πάω να πάρω τα ημερολόγια. Εχω φτιάξει κάτι ωραία ημερολόγια και θα τα πουλήσω να βγάλω 10-20 ευρώ. Χριστούγεννα έρχονται, θα πάρω ένα δωράκι στον σύντροφό μου».
Ιστορίες για τους άστεγους φίλους της, στην Κουμουνδούρου, για τον πατέρα που ζει με την κόρη του σε ένα οικόπεδο. «Φέτος είναι περισσότεροι στο δρόμο. Αλλά παρατηρώ ότι ο κόσμος βοηθάει περισσότερο», λέει η ίδια. «Χάσαμε την επαφή μας ο άνθρωπος με τον άνθρωπο. Κοιτάξαμε τα υλικά, κοιτάξαμε τον εαυτό μας, χάσαμε την ανθρωπιά μας. Και ήρθε η οικονομική κρίση να μας πει ότι η ανθρωπιά είναι αυτή που χάθηκε. Ταμπουρωθήκαμε σε έναν εγωισμό, σε έναν υλισμό, σε ένα σπίτι κι ένα αυτοκίνητο».