«Το μέλλον ανήκει σε αυτούς που πιστεύουν στην ομορφιά των ονείρων τους.» Ελιονορ Ρούσβελτ

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Δυο φορές πρόσφυγας: Ο ρατσισμός που βίωσαν οι Μικρασιάτες στην Ελλάδα από τους συμπατριώτες τους

Διαβάστε την ιστορία της 92χρονης Κατίνας από τη Μικρά Ασία, έτσι όπως τη διηγήθηκε στα δισέγγονα της, λίγες μέρες προτού φύγει από τη ζωή. Ο ρατσισμός προς τους Έλληνες πρόσφυγες από τους ίδιους τους συμπατριώτες τους
"Τη νύχτα την περάσαμε σ’ένα άλλο χωριό, ήταν κι ο ελληνικός στρατός εκεί. Το πρωί ο στρατός μαγείρεψε πιλάφι και μοίρασε και στον κόσμο. Δεν ήμασταν μόνο εμείς που φύγαμε, ήταν κι άλλοι. Φοβήθηκε ο κόσμος, κι όποιος είχε τη δυνατότητα να φύγει, έφευγε. Βάζει η μητέρα στο στόμα το φαΐ και λέει, "αδερφή, γίναμε πρόσφυγες!"...".
Η νέα ιστοσελίδα με ιστορίες προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, συγκεντρώνει συγκλονιστικές ιστορίες ανθρώπων που έχασαν την πατρίδα τους και αναγκάστηκαν να αναζητήσουν νέα τύχη για το μέλλον τους σε άλλα κράτη, υπό εχθρικές συνθήκες.
Ιστορίες που δείχνουν ότι ο ρατσισμός δεν γνωρίζει χρώμα, έθνος και φυλή και μπορεί να εκφράζεται ακόμα και ανάμεσα σε συμπατριώτες.

Η 92χρονη Κατίνα από τη Μικρά Ασία, αφηγήθηκε τη συγκλονιστική της ιστορία στα δισέγγονα της, λίγες μέρες προτού φύγει από τη ζωή.
Η πρώτη προσφυγιά: από το Θηβάσιο στην Προύσα
"Γεννήθηκα το 1918. Φύγαμε το 1921, ξημέρωμα του νέου έτους. Ήμουν τριών χρονών.
Φύγαμε κρυφά, δύο η ώρα τα ξημερώματα, μ’ένα πουλαράκι, που είχε αγοράσει ο θείος. Το πουλάρι το μικρό τι μπορεί να φορτωθεί; Δεν υπήρχαν ζώα γιατί τα είχε επιτάξει ο στρατός. Φορτώσαμε λοιπόν ορισμένα ρούχα και ξεκινήσαμε με τα πόδια να πάμε στην Προύσα. Δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα απέχει η πατρίδα μας, το Θηβάσιο.  Θηβάσιο λέγεται στα ελληνικά, Σογιούντ στα τούρκικα που σημαίνει «ιτιά», γιατί είχε πολλά νερά και πολλές ιτιές.
Τη νύχτα την περάσαμε σ’ένα άλλο χωριό, ήταν κι ο ελληνικός στρατός εκεί. Το πρωί ο στρατός μαγείρεψε πιλάφι και μοίρασε και στον κόσμο. Δεν ήμασταν μόνο εμείς που φύγαμε, ήταν κι άλλοι.
Φοβήθηκε ο κόσμος, κι όποιος είχε τη δυνατότητα να φύγει, έφευγε. Βάζει η μητέρα στο στόμα το φαΐ και λέει «αδερφή, γίναμε πρόσφυγες!». Το φαΐ ήταν μαγειρεμένο με ελαιόλαδο. Αυτές μαγειρεύανε με βούτυρο, το ελαιόλαδο το είχαν μόνο για σαλάτα! «Ποπό αδερφή μου γίναμε πρόσφυγες από τώρα!»
Την άλλη μέρα φτάσαμε στην Προύσα.
Πήγαμε και μείναμε σ’ ένα τζαμί, μαζί με άλλους πατριώτες μας. Πού να πηγαίναμε! Μετά από κάμποσες μέρες βρήκαμε σπίτι. Σιγά-σιγά η μητέρα μου και η θεία μου ‘καναν νοικοκυριό εκεί. Αγοράσανε ξανά ρουχισμό, στρώματα, παπλώματα, ό,τι χρειαζόντουσαν.
"Κάποια φορά, η μητέρα με το Ζαχαρία και οι θείοι μου γύριζαν τη Θεσσαλονίκη να νοικιάσουν σπίτι. Μα, έλεγα στη μητέρα μου μετά, στην κατάσταση που ήσασταν, βρωμεροί, τσαλακωμένοι, πατημένοι, ποιος θα σας νοίκιαζε σπίτι; Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα;"

Η δεύτερη προσφυγιά: από την Προύσα στην Ελλάδα
Από την Προύσα φύγαμε το Σεπτέμβριο του ’22, όταν κατέρρευσε το μέτωπο. Ένας γνωστός μας στρατιωτικός ειδοποίησε να τα μαζέψουμε και να κατεβούμε στην παραλία για να μας φυγαδέψει. Ήρθαν τα καράβια, τα γαλλικά, τα εγγλέζικα.
Γέμισε η παραλία με κόσμο. Μια γυναίκα που ήταν έγκυος έπεσε στην πλατφόρμα και περνούσαν από πάνω της! Το βγάλανε το παιδί, αυτή όμως πέθανε. Με είχε εμένα η μητέρα στην αγκαλιά και καθόταν στην πλατφόρμα άκρη-άκρη εκεί στη θάλασσα, κι έλεγε αν έρθουν να μας σφάξουν, να πέσει με το παιδί της στη θάλασσα. Ο δε αδερφούλης μου, ο Ζαχαρίας, άφαντος! Πού να πάει η μητέρα μέσα στον πανζουρλισμό να ψάχνει το παιδί! Κάποια στιγμή ήρθε και τη βρήκε.«Βρε, που ήσουνα;» «Πήγα να κολυμπήσω!». Πήγε να κολυμπήσει στη θάλασσα! Το βάζει το μυαλό σου;
Την άλλη μέρα, πλησίασε ένα ελληνικό καράβι. Μπήκαμε μέσα, βρήκαμε μια θέση να καθήσουμε. Μια οικογένεια έστρωσε να φάνε. Λένε στη θεία Ελένη: εσύ έχεις ένα παγούρι νερό, δώσε μας να πιούμε και να πάμε να σας φέρουμε . Απ’ το καράβι, όμως, πού να φέρεις νερό;
Το’ δωσε η θεία και μείναμε χωρίς νερό. Η μάνα μου έπαθε αφυδάτωση. Ο ξάδερφός μου, ο Σωτήρης, με το Ζαχαρία να πηγαίνουν στις μηχανές και να βάζουν κυπελλάκια να μαζέψουν τα υγρά που πέφτανε, να της φέρουν να πιεί.
Βγήκαμε στη Ραιδεστό με το καράβι, κατεβήκαμε και ξανά πάλι στο τρένο για την Αδριανούπολη. Ο κόσμος εκεί είχε ξεσηκωθεί να υποδεχτεί τους πρόσφυγες, αλλά έγινε φασαρία με τους Τούρκους, κι αναγκαστήκαμε να μπούμε πάλι στα τρένα. Δεν χωρούσανε όλοι κι ανεβήκανε ακόμα και πάνω στις σκεπές.
Κι έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα… Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στα στρατόπεδα που μένανε παλιά οι Άγγλοι στρατιώτες στον ευρωπαϊκό πόλεμο.
Εκεί πάλι, είχαν αφήσει πολεμοφόδια. Κάθε μέρα γίνονταν εκρήξεις. Πεθαίνανε παιδιά που πειράζανε ό,τι βρίσκανε. Έσκαγαν οι οβίδες και είχαμε θανάτους πολλούς.
Κάποια φορά, η μητέρα με το Ζαχαρία και οι θείοι μου γύριζαν τη Θεσσαλονίκη να νοικιάσουν σπίτι. Μα, έλεγα στη μητέρα μου μετά, στην κατάσταση που ήσασταν, βρωμεροί, τσαλακωμένοι, πατημένοι, ποιος θα σας νοίκιαζε σπίτι;
Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα;
Η εγκατάσταση στην Ελλάδα: τα πρώτα χρόνια
Κι έτσι πήγαμε στα Σέρρας – μας είχαν πει ότι εκεί είχε άδεια σπίτια – και στην αρχή μείναμε σ’ ένα αρχοντικό. Του «Αλή πασά», έτσι το λέγανε. Στη σάλα καθόταν μια οικογένεια, στα δωμάτια μια άλλη… Στη συνέχεια χτίσαμε σπίτι, αλλά ούτε παράθυρα ούτε κουφώματα είχε γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Το μισό δωμάτιο δεν είχε πάτωμα. Φέρνανε ξυλεία αλλά πού να φτάσει για όλον αυτό τον κόσμο που ήθελε να χτίσει!
Αλλά κι αφού ήρθαμε στα Σέρρας, οι ντόπιοι δε μας θέλανε. Πήγαινε ο θείος να πάρει ζάχαρη για το τσάι και δεν του δίναν. Κάρβουνα δεν δίναν σε πρόσφυγα! Να, ο ρατσισμός πώς ήταν!
Εγώ μέχρι που τέλειωσα το σχολείο, στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό κι ένα βιβλίο φυσικής! Η ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα, τα μαθηματικά μας τα ‘λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε. Κι εγώ έπαιρνα και διάβαζα από τα βιβλία των αγοριών, που τα είχαν φέρει από την πατρίδα, γιατί εκεί είχαν όλα τα βιβλία, είχαν και σάλπιγγες και κάνανε και μουσική! Μόνο τις σάλπιγγες δεν μπόρεσαν να φέρουν! Όλα τα είχαμε στην πατρίδα!".
* Όπως γράφει η συγγενής της γιαγιάς Κατίνας από τη Μικρά Ασία:
"Η παραπάνω ιστορία είναι απομαγνητοφώνηση αποσπασμάτων της διήγησης της Κατίνας Εμφιετζή-Μητσάκου ή αλλιώς της «θείας Κατίνας», όπως τη φωνάζαμε όλοι. Στην πραγματικότητα, η θεία Κατίνα δεν ήταν «θεία» αλλά «προγιαγιά», γιατί ήταν πρώτη εξαδέρφη του προπάππου μου Σωτήρη Τσεσμετζή. Η θεία Κατίνα έφυγε από τη Μικρά Ασία σε ηλικία τριών ετών μαζί με τη μητέρα της Αναστασία, το αδερφό της Ζαχαρία και την οικογένεια των θείων της Χρήστου και Ελένης Τσεσμετζή, γονιών του προπάππου μου. Ο πατέρας της, Ιορδάνης Εμφιετζής, εκτελέστηκε από τον τουρκικό στρατό, επειδή ως τούρκος υπήκοος κλήθηκε να υπηρετήσει σ’ αυτόν, λιποτάκτησε και τον συλλάβανε. Συνεπώς, όλα αυτά που διηγείται είναι ό,τι άκουγε από τις αφηγήσεις της μητέρας της.
Η αφήγηση μαγνητοφωνήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2010. Στις 13 Ιανουαρίου, λίγες μέρες μετά, η θεία Κατίνα έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, μετά από ατύχημα και τραυματισμό στο κεφάλι. Μέχρι τα τελευταία της είχε πλήρη διαύγεια πνεύματος".

Η ιστορία δημοσιεύθηκε στο unhcr.gr

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Επτά σπουδαίες προσωπικότητες που δεν πήγαν σχολείο αλλά άλλαξαν τον κόσμο

Επτά σπουδαίες προσωπικότητες κατάφεραν με το δικό τους τρόπο να επηρεάσουν τον κόσμο μονάχα με τη δύναμη του μυαλού τους. τον κόσμο ώστε να τον αλλάξουν.
Τόμας Έντισον
Ο Τόμας Έντισον πήγε στο σχολείο σε ηλικία οκτώ χρονών και έμεινε τρεις μήνες. Ήταν ο τελευταίος στην τάξη και ο δάσκαλος «δεν τον χώνευε». Ο πατέρας του Έντισον πίστευε ότι ο γιος του ήταν κουτός (μάλλον εκείνος δεν ήταν ιδιαίτερα ευφυής). Κάποια μέρα ο δάσκαλος είπε στον Έντισον -μπροστά σε όλη την τάξη- ότι είναι αδειοκέφαλος. Ο Τόμας, που δεν ήταν το πιο πειθήνιο παιδί, εγκατέλειψε αμέσως στην τάξη και στο σπίτι είπε ξεκάθαρα στη μητέρα του ότι δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ στο σχολείο. Και πράγματι έτσι έκανε (το σχολείο δεν ήταν υποχρεωτικό το 1855). Έμεινε να διαβάζει στο σπίτι, έχοντας ως δασκάλα τη μητέρα του. Εκείνη μπόρεσε να του μάθει μόνο τα βασικά.
Σε ηλικία δεκαεννιά χρονών ο Έντισον έγραφε τις επιστολές χωρίς να χρησιμοποιεί καθόλου σημεία στίξης. Κι αυτό μπορεί να μη μας φαίνεται περίεργο στον Οδυσσέα του Τζόις, αλλά τι εντύπωση θα μας έκανε αν κάποιος μάς έστελνε ένα γράμμα χωρίς κόμματα και τελείες;
Ο μικρός Έντισον, πέρα από τα σημεία στίξης, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το διάβασμα. Διάβαζε ολημερίς Σαίξπηρ, Ντίκενς και ό,τι άλλο έπεφτε στα χέρια του. Μέχρι που μια μέρα η μητέρα του έφερε το βιβλίο «Σχολή της φυσικής», και τότε ουσιαστικά γεννήθηκε ο εφευρέτης Έντισον. Έστησε ένα μικρό εργαστήριο στο υπόγειο του σπιτιού και όλη μέρα έκανε πειράματα.
Σε ηλικία δώδεκα χρονών, ενώ είχε συναρμολογήσει μόνος του έναν τηλέγραφο και είχε φτιάξει μια ηλεκτρική παγίδα για ποντίκια, κατάλαβε ότι χρειαζόταν λεφτά για να βελτιώσει το εργαστήριό του και ξεκίνησε να ψάχνει για δουλειά. Βρήκε σε μια γειτονική πόλη. Για να πηγαίνει ως εκεί έπρεπε να ταξιδεύει με το τρένο τρεις ώρες καθημερινά.
Ο Έντισον εκμεταλλεύτηκε αυτό τον χρόνο για να διαβάζει και για να κερδίζει χρήματα, αφού πουλούσε στους επιβάτες φρούτα, ξηρούς καρπούς και καραμέλες. Λίγο μετά ξεκίνησε να πουλάει στους επιβάτες και την εφημερίδα του! Αγόρασε από κάποιον παλαιοπώλη ένα παλιό χειροκίνητο πιεστήριο και κατά τον πηγαιμό έγραφε, στοιχειοθετούσε και τύπωνε μια μικρή εφημερίδα που είχε ως ύλη τα δρομολόγια των τρένων και μερικά πολιτικά νέα. Στον γυρισμό την πουλούσε.
Ο Έντισον συνέχισε έτσι (να κερδίζει χρήματα και να τα επενδύει στο εργαστήριό του) και έκανε μερικές από τις σημαντικότερες εφευρέσεις: Το μικρόφωνο, τον φωνογράφο, την ηλεκτρική λυχνία, το μπετόν και τελειοποίησε το τηλέφωνο, τη μηχανή λήψης φωτογραφιών, την ηλεκτρική γεννήτρια. Το 1882, σε ηλικία 35 χρονών, έθεσε σε λειτουργία το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρισμού (στη Νέα Υόρκη). Δυόμισι χιλιάδες διπλώματα ευρεσιτεχνίας φέρουν το όνομα του -και έχουν και σημεία στίξης. Ας θυμηθούμε και την πιο γνωστή του φράση: «Η ιδιοφυία είναι 1% έμπνευση και 99% εφίδρωση».
Αβραάμ Λίνκολν
Ένας άλλος «αμόρφωτος» ήταν ο Αβραάμ Λίνκολν. Ο Λίνκολν, με την «emancipation proclamation», έδωσε την ελευθερία στους μέχρι τότε σκλάβους της Αμερικής. Γι’ αυτό και δολοφονήθηκε τρία χρόνια μετά.
Ο Άμπε ήταν γιος ξυλοκόπου και δεν πήγε ούτε ένα χρόνο δημοτικό σχολείο. Όμως ενώ εργαζόταν ως υποτακτικός σε κάποιον κτηματία, εκμεταλλευόταν κάθε ελεύθερη στιγμή για να μάθει να διαβάζει (αυτός διάβαζε κυρίως εφημερίδες). Σε ηλικία είκοσι έξι χρονών ξεκίνησε να μελετάει μόνος νομικά συγγράμματα και δύο χρόνια αργότερα κατάφερε να του δοθεί η άδεια για την άσκηση δικηγορίας.
Σε όλη του την πολιτική σταδιοδρομία οι αντίπαλοί του στόχευαν διαρκώς στη φτωχική του καταγωγή και την έλλειψη επίσημης μόρφωσης, αλλά ο Λίνκολν δεν αισθανόταν μειονεκτικά γι' αυτό.
Μάρκ Τουέιν
Αφήνοντας τις εφευρέσεις και την πολιτική θα περάσουμε στο χώρο της λογοτεχνίας, όπου θα συναντήσουμε δύο «μεγάλους» που επίσης ήταν αυτοδίδακτοι. Ο πρώτος είναι ένας από τους πιο αγαπητούς συγγραφείς, αφού ο «Τομ Σόγιερ» και ο «Χικλμπέρι Φιν» είναι μπεστ σέλερ τα τελευταία 150 χρόνια.
Ο Μάρκ Τουέιν (αληθινό όνομα Σάμουελ Λάνχορν Κλέμενς) θα είχε χαρακτηριστεί υπερκινητικό παιδί και θα τον είχαν μπουκώσει στα φάρμακα, αν είχε γεννηθεί στην εποχή μας. Η μητέρα του και η δασκάλα του πολύ πρόθυμα θα το είχαν κάνει, αφού όπως φαίνεται ο Σαμ ήταν αδύνατο να μείνει ακίνητος πάνω από ένα δευτερόλεπτο. Έκανε λίγα μαθήματα, λίγες εβδομάδες σύνολο. Δώδεκα χρονών -και ενώ μόλις που είχε μάθει να διαβάζει-, πέθανε ο πατέρας του και ο Κλέμενς αναγκάστηκε να εργαστεί. Έκανε ό,τι δουλειά μπορούσε να βρει ταξιδεύοντας στην Αμερική από άκρη σε άκρη. Δούλεψε σε ποταμόπλοιο απ’ όπου πήρε και το ψευδώνυμό του. Δούλεψε σε τυπογραφείο και λίγο καιρό αργότερα ανέλαβε τη σύνταξη μιας μικρής αγροτικής εφημερίδας, με 50-100 αναγνώστες.
Ο Τουέιν ξεκίνησε να γράφει τα αγροτικά νέα με το χιούμορ που χαρακτήριζε τα βιβλία του. Έλεγε, για παράδειγμα, ότι ο καιρός ήταν κατάλληλος για να κλαδέψουν τα πατατόδεντρα. Η εφημερίδα του είχε τεράστια επιτυχία και σύντομα ξεκίνησε να γράφει άρθρα και σε άλλες. Έκανε ταξιδιωτικά ρεπορτάζ απ’ όλο τον κόσμο -είχε περάσει και από την Ελλάδα- κι όταν εκδόθηκαν τα βιβλία του κατέκτησε παγκόσμια διασημότητα και αναγνώριση. Σε ηλικία εξήντα επτά χρονών το υπερκινητικό παιδί με την ελλιπή μόρφωση έγινε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Μιζούρι, καθώς και σε εκείνο της Οξφόρδης.
Τσαρλς Ντίκενς
Ένας άλλος «ελλιπής» που έγινε ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών ήταν ο Τσαρλς Ντίκενς. Αυτός πήγε μέχρι τα έντεκα στο σχολείο, αλλά εκεί γνώρισε τη φρίκη, όπως την περιγράφει στον «Δαβίδ Κόπερφηλντ». Γράφει για τον δάσκαλό του, τον κύριο Κρικ, που μάλλον απολάμβανε τον ξυλοδαρμό των μαθητών.
«Αλήθεια, σκέφτομαι σήμερα όταν κοιτάζω πίσω μου, τι φοβερό ξεκίνημα για τη ζωή, να εξευτελίζεσαι και να σέρνεσαι από έναν τόσο ανίκανο και θρασύ άνθρωπο.»
Έντεκα χρονών ο Κάρολος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να προσέχει τα πέντε μικρότερα αδέλφια του και να εργάζεται σε μια βιοτεχνία βερνικιών, αφού οι γονείς του ήταν παρόντες-απόντες. Λίγο καιρό μετά όλη η οικογένεια συνελήφθη και τους έκλεισαν σε φυλακή χρεωστών! Μόνο ο Κάρολος κατάφερε να αποφύγει τη φυλακή και έμεινε σε ένα δωμάτιο μόνος, έχοντας κληρονομήσει μοναχά μια κασέλα με βιβλία. Διάβαζε τον «Ροβινσόνα Κρούσο» και «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» και ονειρευόταν να γράψει κάτι ανάλογο.
Τσάρλι Σπένσερ Τσάπλιν (Σαρλό)
Η πιο εντυπωσιακή περίπτωση αυτοπραγμάτωσης είναι πιθανότατα εκείνη του Τσάρλι Σπένσερ, ο οποίος ως Σαρλό έμελε να γίνει η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα του εικοστού αιώνα. Ο Τσάρλι δεν πήγε ποτέ σχολείο. Μόνη του επιδίωξη στα παιδικά του χρόνια, όπως λέει ο ίδιος, ήταν.
«Πώς θα χορτάσω την πείνα μου».
Ζούσε στο Λονδίνο με τη μητέρα του και τον ετεροθαλή αδελφό του, σε απερίγραπτη φτώχεια. Ο πατέρας του, ένας ηθοποιός που είχε γίνει αλκοολικός, τους είχε εγκαταλείψει από νωρίς. Πολύ νωρίς η μητέρα του, πρώην πιανίστα που εργαζόταν ως ράφτρα, κατέρρευσε ψυχοσωματικά και κλείστηκε στο φρενοκομείο, ενώ τα παιδιά πήραν τη θέση τους στο ορφανοτροφείο.
Γράφει ο γιος του Τσάπλιν
«Τα παιδιά στο ορφανοτροφείο δεν είχαν ποτέ αρκετό φαγητό και ζεστά ρούχα. Για το αδίκημά τους, που δεν ήταν άλλο από τη φτώχεια, τους μεταχειρίζονταν σαν εγκληματίες».
Ο Τσάπλιν έμεινε αρκετό καιρό εκεί. Μεγαλώνοντας, και με τη μεσολάβηση του πατέρα του, πήρε τους πρώτους ρόλους, ως κομπάρσος, στο θέατρο. Μόλις κέρδισε κάποια χρήματα πήρε το δρόμο του για την Αμερική. Εκεί, 21 χρονών, άρχισε να τον ανησυχεί η ελλιπής σχολική του μόρφωση. «Ήθελα», έγραφε, «να ξέρω τόσα όσα και οι άλλοι, για να μπορώ να αμύνομαι ενάντια στην περιφρόνηση που δείχνει ο κόσμος στους αμόρφωτους και αδαείς».
Το πρώτο βιβλίο που αγόρασε ήταν η αγγλική γραμματική και μετά ένα αγγλολατινικό λεξικό. Τα βιβλία έμειναν σε μια βαλίτσα έτσι όπως αγοραστήκανε. Το επόμενο βιβλίο που αγόρασε ήταν το «Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση», του Σοπενχάουερ. Αυτό το βιβλίο, λέει ο Τσάπλιν, το διάβαζε για σαράντα χρόνια, κάθε τόσο και πάλι από την αρχή, «χωρίς ποτέ να εμβαθύνει στο νόημά του».
Αυτό ήταν το σύνολο της μόρφωσης του ανθρώπου που άλλαξε τον κινηματογράφο κι έκανε τόσους ανθρώπους σε κάθε γωνιά του πλανήτη να γελάσουν και να κλάψουν.
Χάινριχ Σλήμαν
Και θα τελειώσουμε τον κατάλογο των «αμόρφωτων» με έναν άνθρωπο που είχε αποφασίσει από οκτώ χρονών τι θέλει να κάνει -και μέχρι να το κάνει έμαθε και δεκάξι γλώσσες. Ο Χάινριχ Σλήμαν, σε ηλικία οκτώ χρονών, είδε σ ένα περιοδικό μια αναπαράσταση από τη φλεγόμενη Τροία, και αποφάσισε ότι έπρεπε να την ανακαλύψει. Ο πατέρας του προσπάθησε να τον πείσει ότι η Τροία ήταν μια μυθική πόλη. Το παιδί όμως είχε βάλει στόχο.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών, κι έχοντας μάθει πολύ λίγα «γράμματα» από τον πατέρα του, ο Σλήμαν αναγκάζεται να γίνει μαθητευόμενος σε έναν έμπορο. Επειδή κατάλαβε ότι για να κάνει τις ανασκαφές θα χρειαζόταν πολλά λεφτά, ο Χάινριχ βρήκε μια καινούρια δουλειά σε ένα καράβι, με το οποίο θα έφτανε ως την Αμερική, «τη χώρα των ευκαιριών». Δυστυχώς το καράβι ναυάγησε στις ολλανδικές ακτές και ο Χάινριχ έμεινε στην Ολλανδία. Εκεί, και ενώ δούλευε ως κλητήρας σε εμπορική επιχείρηση, φάνηκε η γλωσσική του μεγαλοφυΐα. Σε τρία χρόνια έμαθε να γράφει και να διαβάζει: ολλανδικά, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά και πορτογαλικά. Αργότερα βρέθηκε στην Πετρούπολη, όπου έμαθε ρωσικά και ξεκίνησε να εμπορεύεται ινδικά χρώματα, νίτρο, θειάφι κ.ά.
Σε ηλικία 26 χρονών ήταν εκατομμυριούχος και ξεκίνησε για την Αμερική. Σε διάρκεια 6 εβδομάδων έμαθε πολωνικά και σουηδικά. Κέρδισε πολλά ακόμα χρήματα κάνοντας εμπόριο χρυσού και μόλις είχε μαζέψει αρκετά ξεκίνησε για το παιδικό του όνειρο: Να ανακαλύψει το Ίλιον του Ομήρου. Οι τελευταίες γλώσσες που έμαθε ήταν αραβικά και ελληνικά. Ταξίδεψε στην Ανατολή (Εγγύς, Μέση και Άπω) και τελικά εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα (όπου παντρεύτηκε και Ελληνίδα).
Στα 48 του χρόνια και βασιζόμενος κυρίως στην Ιλιάδα ξεκίνησε τις ανασκαφές στη Μικρά Ασία. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα βρήκε πράγματι την πόλη των ονείρων του (και μερικές ακόμα μετά).
Άλλοι αμόρφωτοι ήταν ο Σουηδός Άλφρεντ Νόμπελ, που εννιά χρονών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να πουλάει σπίρτα για να επιβιώσει, ο Σκωτσέζος Άντριου Κάρνετζυ, που ως παιδί δούλευε σε υφαντουργεία και ως θερμαστής, και ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν που πήγε για ενάμιση χρόνο σε σχολείο.
Κι ο Ζοζέ Σαραμάγκου ελάχιστα «γράμματα» έμαθε. Εγγονός ακτήμονων χωρικών και γιος αστυνομικού, τέλειωσε το δημοτικό κι ύστερα γράφτηκε σε τεχνικό γυμνάσιο. Σαν τέλειωσε, ξεκίνησε να δουλεύει ως μηχανικός αυτοκινήτων. Το πώς κατάφερε να γράψει κάποια από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, καθώς και να δημιουργήσει ένα στυλ γραφής καθαρά προσωπικό είναι κάτι που μόνο ο ίδιος ο Σαραμάγκου θα μπορούσε να μας εξηγήσει. Ίσως ούτε κι αυτός να μπορούσε. Η ζωή είναι αναπόφευκτη και απρόβλεπτη.
Οι ιστορίες προέρχονται από το βιβλίο του Γκέρχαρντ Πράουζε: «Οι μεγάλοι στο σχολείο -θρύλος και αλήθεια για την επιτυχία στη ζωή». Τίτλος πρωτότυπου: «Genies in der schule». Εκδόσεις Νότος ΕΠΕ 1977