Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε
τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ
ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν
ἀρματωσιὰ
μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη
μέσα στὸ κορμί του, σὰν τὶς
φλέβες ὅπου βουίζει
τὸ αἷμα.
Μιᾶς ἀγάπης μὲ
ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σὰν
τὴ
μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατί γεννήθηκε ὅταν
γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ
ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος
κανείς.
Παρακαλῶ τὸ θεὸ
νὰ μὲ
συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ
μεγάλης εὐδαιμονίας,
ποιὰ εἶναι
αὐτὴ
ἡ ἀγάπη•
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν
ξενιτιά, κι ἀκούω
τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔσμιξε μὲ
τὸ ἀνεξήγητο
δρολάπι.
Καὶ παρουσιάζεται
μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ φάντασμα
τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ
μάτια κοκκινισμένα ἀπό του
κυμάτου τὴν ἁρμύρα
κι ἀπὸ τὸ
μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν
καπνὸ ποὺ
βγαίνει
ἀπὸ τὴ
ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ
σκυλί του
ποὺ γέρασε
προσμένοντας στὴ θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ' ἀσπρισμένα
του γένια, λόγια της γλώσσας μας, ὅπως τὴ μιλοῦσαν
πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Ἁπλώνει μιὰ παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ
καὶ τὸ
δοιάκι, μὲ δέρμα
δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι ἀπὸ τὴν
κάψα κι ἀπὸ τὰ
χιόνια.
Θὰ 'λεγες πὼς θέλει νὰ
διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ' ἕνα μάτι, τὶς
Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀκούσεις
ξεχνᾶς, τὴ Σκύλλα καὶ
τὴ Χάρυβδη ἀπ' ἀνάμεσό μας•
τόσα περίπλοκα τέρατα, ποὺ
δέ μας ἀφήνουν νὰ στοχαστοῦμε
πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας
ἄνθρωπος ποὺ πάλεψε
μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν
ψυχὴ καὶ
μὲ τὸ
σῶμα.
Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας•
ἐκεῖνος
ποὺ εἶπε
νὰ γίνει τὸ ξύλινο ἄλογο
καὶ oἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν
Τροία.
Φαντάζομαι πὼς ἔρχεται νὰ
μ' ἀρμηνέψει πῶς νὰ φτιάξω κι ἐγὼ
ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ
νὰ κερδίσω τὴ δική μου Τροία.
Γιατί μιλᾶ ταπεινὰ καὶ
μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν
πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι
στὰ
δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ
χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ ἀγέρας,
μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια, τὸ τραγούδι τοῦ
Ἐρωτόκριτου,
μὲ τὰ δάκρυα στὰ
μάτια•
τότες ποὺ τρόμαζα
μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας
τὴν ἀντίδικη μοῖρα
τῆς Ἀρετῆς νὰ
κατεβαίνει τὰ μαρμαρένια σκαλοπάτια.
Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ
καραβιοῦ σου φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ
τὴν ψυχή σου νὰ γίνεται τιμόνι.
Καὶ νά 'σαι μόνος,
σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ
ἀκυβέρνητος σὰν
τ' ἄχερο στ' ἁλώνι.
Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς
συντρόφους σου καταποντισμένους μέσα στὰ
στοιχεῖα,
σκορπισμένους: ἕναν-ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς
πεθαμένους,
ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ
οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ ἀπομέναν.
Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τὰ
χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμάσουν ἂv
ἦταν
καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ
γοργόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν
ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα στὴν