Το 1888, μία θρησκευτική αίρεση είχε εξαπλωθεί ανάμεσα στους Ινδιάνους Λακότα της Ντακότα, με το όνομα «Χορός των Φαντασμάτων».
Εμπνευστής της θρησκείας ήταν ο σοφός Γουοβόκα. Πίστευε ότι η γη σύντομα θα καταστρεφόταν, για να ξαναγεννηθεί νέα και αμόλυντη. Θα ήταν γεμάτη πράσινα, εύφορα λιβάδια και αμέτρητα κοπάδια βούβαλων, που κόντευαν να εξαφανιστούν απ’ το ασταμάτητο κυνήγι των λευκών.
Αυτό τον επίγειο παράδεισο θα κληρονομούσαν οι Ινδιάνοι, αν ζούσαν μία ζωή σε αρμονία με τη φύση και έμεναν μακριά απ’ τις ανήθικες συνήθειες των λευκών, κυρίως το αλκοόλ.
Οι πιστοί του Γουοβόκα δε χρειαζόταν να θρηνούν τους νεκρούς τους, γιατί θα ανασταίνονταν όλοι όταν ξαναγεννιόταν η γη.
Όλοι μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια θέση στην καινούρια γη, αν προσεύχονταν τακτικά. Η προσευχή του Γουοβόκα ήταν ένας χορός, που ονομάστηκε «χορός των φαντασμάτων». Έλεγε ότι όσο χόρευε κανείς, μπορούσε να κλείσει τα μάτια του και να δει τον μελλοντικό παράδεισο.
Δύο άλλοι σοφοί, η Αρκούδα που Κλωτσάει και το Κοντό Βουβάλι, εμπλούτισαν τη θρησκεία, δίνοντάς της μία πιο επιθετική χροιά. Δημιούργησαν ιερά ενδύματα, που όποιος τα φορούσε ήταν προστατευμένος απ’ τις σφαίρες των λευκών. Θα τα είχαν ανάγκη, όταν θα πολεμούσαν με τους λευκούς, για να καθαρίσουν τη γη απ’ αυτούς.
Οι αξιωματικοί των «λευκών» ανησύχησαν με τη θρησκευτική μανία των Ινδιάνων και τον Δεκέμβριο του 1890 πήραν μια ακατανόητη απόφαση. Απαγόρευσαν τη λατρεία του χορού των φαντασμάτων.
Φυσικά, οι Λακότα συνέχισαν να χορεύουν και τότε ανέλαβε το «βαρύ πυροβολικό» των λευκών.
Ήρθε ο στρατός, με επικεφαλής τον βετεράνο στρατηγό Νέλσον Μάιλς, ο οποίος διέταξε να γίνουν συλλήψεις των αρχηγών της φυλής Λακότα.
Ο αρχηγός Πιτσιλωτό Ελάφι κατάφερε να ξεφύγει, μαζί με 350 μέλη της φυλής του. Στο κατόπι τους βγήκε το 7ο Τάγμα Ιππικού με τον Ταγματάρχη Γουίτσαϊντ.
Τους εντόπισαν δίπλα στο Πορκιουπάιν Κρικ της Νότιας Ντακότα. Χωρίς να φέρουν καμία αντίσταση, οι Ινδιάνοι συμφώνησαν
να ακολουθήσουν τον Γουίτσαϊντ μέχρι το Γούντεντ Νι Κρικ, όπου κατασκήνωσαν. Ο αρχηγός Πιτσιλωτό Ελάφι ακολούθησε με κάρο, γιατί ήταν βαριά άρρωστος με πνευμονία.
Μέσα στη μέρα, έφτασαν κι άλλες ενισχύσεις για τους Αμερικάνους και τον Συνταγματάρχη Φόρσαϊθ. Πεντακόσιοι στρατιώτες είχαν περικυκλώσει την κατασκήνωση, που βρίσκονταν 350 Ινδιάνοι, εκ των οποίων οι 120 ήταν γυναίκες και παιδιά.
Το επόμενο πρωί, στις 29 Δεκεμβρίου, οι στρατιώτες μπήκαν στην κατασκήνωση και διέταξαν όλοι οι Ινδιάνοι να παραδώσουν τα όπλα τους.
Οι Ινδιάνοι πίστευαν στον χορό των φαντασμάτων και είχαν εφοδιαστεί με τα «ιερά ενδύματα», που θα τους προστάτευαν απ’ τις σφαίρες. Γι’ αυτό δεν υπάκουσαν αμέσως στις εντολές των στρατιωτών.
Εκνευρισμένος, ένας στρατιώτης άρπαξε το όπλο από έναν Ινδιάνο, το Μαύρο Κογιότ. Δεν ήξερε όμως, ότι ο Ινδιάνος ήταν κουφός και δεν είχε καταλάβει τι γινόταν.
Το Μαύρο Κογιότ έφερε αντίσταση, γιατί νόμισε ότι του επιτέθηκε ο στρατιώτης και μες στη συμπλοκή, το τουφέκι εκπυρσοκρότησε.
Όταν οι στρατιώτες άκουσαν τον πυροβολισμό, επιτέθηκαν στους Ινδιάνους. Στην αρχή έγινε κανονική μάχη, αλλά σύντομα οι Ινδιάνοι συνειδητοποίησαν ότι τα «ιερά ενδύματα» δεν τους έσωζαν απ’ τις σφαίρες.
Άρχισαν να τρέχουν μακριά απ’ την κατασκήνωση για να σωθούν, αλλά οι Αμερικανοί τους σκότωσαν όλους, ακόμα και τα γυναικόπαιδα, που δεν είχαν προβάλει καμία αντίσταση.
Απ’ τους πρώτους που σκότωσαν, ήταν ο αρχηγός Πιτσιλωτό Ελάφι, που ήταν άρρωστος και δεν μπόρεσε να αμυνθεί.
Μέσα σε λιγότερο από μία ώρα, σχεδόν 300 Ινδιάνοι είχαν σφαγιαστεί. Οι υπόλοιποι 50 ήταν βαριά τραυματισμένοι.
Η μαρτυρία του Ινδιάνου Αμερικάνικο Άλογο συγκλονίζει: «Μια γυναίκα που είχε αγκαλιά το μωρό της, σκοτώθηκε τη στιγμή που ακούμπησε τη σημαία της ανακωχής. Το μωρό της, που δεν ήξερε ότι η μητέρα του ήταν νεκρή, συνέχισε να θηλάζει.
Αφού σκότωσαν σχεδόν όλους όσους είχαν μείνει στην κατασκήνωση, φώναξαν να επιστρέψουν όσοι είχαν φύγει κι ότι δεν θα τους κάνουν κακό. Μερικά αγόρια ξεπρόβαλαν πίσω από κάτι θάμνους και με το που πλησίασαν, τα πυροβόλησαν εν ψυχρώ».
Ο Στρατηγός Μάιλς κατηγόρησε τον Συνταγματάρχη Φόρσαϊθ ότι είχε σχεδιάσει τη σφαγή των Ινδιάνων. Ο Φόρσαϊθ, όχι μόνο αθωώθηκε, αλλά λίγα χρόνια μετά έγινε και υποστράτηγος.
Ο Τύπος υποδέχτηκε με μάλλον καλή διάθεση τα νέα της σφαγής. Στις 3 Ιανουαρίου του 1891, μια εφημερίδα έγραφε: «Ο μόνος τρόπος να είμαστε ασφαλείς, είναι να εξολοθρεύσουμε μια και καλή τους Ινδιάνους. Αφού τους έχουμε φερθεί με τον χείριστο τρόπο για τόσους αιώνες, καλύτερα να κάνουμε ένα ακόμα κακό, για να προστατευτούμε και να εξαφανίσουμε από τον κόσμο αυτά τα άγρια και ατίθασα πλάσματα».
Η σφαγή στο Γούντεντ Νι θεωρείται η τελευταία συμπλοκή μεταξύ Αμερικάνων και Ινδιάνων.
Μόλις το 1990 μπήκε το Γούντεντ Νι Κρικ στη λίστα των Εθνικών Ιστορικών Μνημείων της Αμερικής.