Του Ανδρέα Μπελιμπασάκη
Όταν η φωτογραφία του Σάββα Ξηρού, με τον απαραίτητο κραυγαλέο τίτλο, εμφανίσθηκε στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων για πρώτη φορά το 2002, ήμουν σχεδόν έτοιμος να ορκισθώ ότι τον γνώριζα. Τον είχα δει σε διαδήλωση; Ευτυχώς δεν το έκανα.
Όποιος «περπάτησε» στα στέκια των Εξαρχείων στα τέλη της δεκαετίας του '70 και τις αρχές του '80, θα θυμάται αναρίθμητους αριστερούς όλων των τάσεων, με το ίδιο ύφος, με πανομοιότυπες ενδυματολογικές αναζητήσεις, έτοιμους στις συζητήσεις τους, να ξεκινήσουν πόλεμο για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε κανείς να αποκωδικοποιεί τις σκέψεις του Μαρξ και του Λένιν.
Όλοι σφιχταγκαλιασμένοι με τη δογματική τους αλήθεια. Με το ίδιο ύφος. Την ίδια βεβαιότητα. Κυρίως όμως την ίδια φυσιογνωμία. Σαν του Σάββα Ξηρού.
Αρκετά όμως με τα ευφυολογήματα.
Όλοι σφιχταγκαλιασμένοι με τη δογματική τους αλήθεια. Με το ίδιο ύφος. Την ίδια βεβαιότητα. Κυρίως όμως την ίδια φυσιογνωμία. Σαν του Σάββα Ξηρού.
Αρκετά όμως με τα ευφυολογήματα.
Με αφορμή την «επέτειο του Πολυτεχνείου» (το αφόρητο κλισέ της Μεταπολίτευσης) σκέφτομαι, ότι αυτή την εποχή των πολιτικών και κοινωνικών αντιφάσεων και φυσικά των ψευδαισθήσεων που ανέδειξε, άξιζε να τη ζήσει κανείς για τη μοναδική της ατμόσφαιρα. Των μεγάλων προσδοκιών. Των μεγάλων ιδεών. Δεν ανήκω στη γενιά του Πολυτεχνείου. Μάλλον στη γενιά της Μεταπολίτευσης κατατάσσομαι ηλικιακά -της μεταπολίτευσης, καημένη γενιά, λέει κάποιο τραγούδι.
Το Πολυτεχνείο με συγκινούσε όμως πάντοτε με έναν αφελή, σχεδόν παιδικό τρόπο. Ποτέ μου δεν προσπάθησα να αναλύσω πού τελειώνει ο «μύθος» και πού αρχίζει η «πραγματικότητα» της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Το έκαναν χιλιάδες άλλοι. Ακόμη και σήμερα έχω τη δική μου εκδοχή. Απλοϊκή, αυθεντική, νοσταλγική.
Στις 17 Νοέμβρη του 1975, στην πρώτη μεγάλη πορεία του Πολυτεχνείου (στις 17 Νοέμβρη του 1974 διεξήχθησαν οι βουλευτικές εκλογές), η μητέρα μου πήρε από το χέρι δύο μικρά παιδιά -εμένα και την εξαδέλφη μου- και «κατεβήκαμε» στην πορεία.
Στις 17 Νοέμβρη του 1975, στην πρώτη μεγάλη πορεία του Πολυτεχνείου (στις 17 Νοέμβρη του 1974 διεξήχθησαν οι βουλευτικές εκλογές), η μητέρα μου πήρε από το χέρι δύο μικρά παιδιά -εμένα και την εξαδέλφη μου- και «κατεβήκαμε» στην πορεία.
Βρεθήκαμε χαμένοι και εμείς, συγκινητικά μόνοι σε ένα πολύβουο ατελείωτο πλήθος κάπου στη Βουκουρεστίου μην ξέροντας πού να σταθούμε. Ο κόσμος στριμωγμένος. Δίπλα μας, φωνές, συνθήματα και ακατανόητες φράσεις… «Το ΚΚΕ πέρναγε τρεις ώρες», «Η κεφαλή της πορείας είναι στην αμερικανική πρεσβεία», «η ουρά βρίσκεται στην πλατεία Αμερικής», «ποιος θα μπει μπροστά, η ΚΝΕ ή ο Ρήγας»; Όλα θυμίζουν πανηγύρι. Πολλά χρώματα. Συνθήματα. Φασαρία. Και ξαφνικά όλα αλλάζουν. Απόλυτη σιωπή. Δεν κουνιέται κανείς. Όλοι με σκυμμένα κεφάλια. Κλαίνε. Ακούγεται το «προσκλητήριο των νεκρών». Δίπλα μας περνάει η «σημαία του Πολυτεχνείου». Ακολουθούν γυναίκες με μαύρα. Χωρίς καμία συνεννόηση όλοι φωνάζουν το ίδιο σύνθημα, «Εμπρός στον δρόμο που χάραξε ο Νοέμβρης». Πιάνουν τα χέρια μας άγνωστοι άνθρωποι. Προχωράμε μαζί τους. Η πορεία ξεκίνησε.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1980, μικρό παιδί ακόμη αλλά μάλλον ώριμο να καταλάβω τη σπουδαιότητα της εποχής, μέλος του «Ρήγα Φεραίου» -της μεγαλύτερης αντιδικτατορικής οργάνωσης νεολαίας, που η μεταπολίτευση αποφάσισε ότι δεν έχει ανάγκη- ξαναείδα εκείνη τη ζεστή και περήφανη «σιωπή».
Μπήκα στα γραφεία της οργάνωσης σε ένα σκοτεινό σπίτι κάπου στη Δάφνη και είδα ανθρώπους 80 ετών να προσπαθούν να φτιάξουν ένα πανό που έγραφε «Το Πολυτεχνείο ζει». Άνθρωποι, που πέρασαν πάνω από τα μισά χρόνια της ζωής τους στις φυλακές πληρώνοντας το τίμημα μιας παράλογης εποχής, βρισκόντουσαν μπροστά από ένα κακοφτιαγμένο πανό που συμβόλιζε όμως με ένα βαθιά ανθρώπινο τρόπο -σχεδόν σπαραχτικό- τη συνέχεια του αγώνα μιας ζωής.
Περπάτησα μαζί τους μέχρι το κέντρο της Αθήνας με έναν μοναδικό τρόπο. Καμιά δεκαπενταριά γεροντάκια, εγώ και το πανό μας! Η ίδια ατμόσφαιρα. Συνθήματα, φωνές, συζητήσεις. Και μετά εκείνη η ίδια σιωπή. Που σε παραλύει, αλλά σου δίνει τη δυνατότητα να καταλάβεις ότι η Ιστορία είναι παρούσα. «Σιωπή». Η σωστή λέξη. Με τα χρόνια, η ανατροπή των αξιών και η κυνική αξιοποίηση της κορυφαίας στιγμής του Αντιδικτατορικού αγώνα από ιδιοτελή συμφέροντα με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η σιωπή των ανθρώπων που συμμετείχαν ενεργά στην αντίσταση κατά της χούντας, δεν είναι μόνο ηθική στάση ζωής αλλά μία ηχηρή απάντηση. Απέναντι στο ευτελές, στο εύκολο, στο ανταλλάξιμο.
Θυμήθηκα αυτές τις δύο μικρές απλοϊκές ιστορίες, σκεπτόμενος ότι σε κάμποσα χρόνια η κοινή γνώμη όταν θα ακούει με αποστροφή για τη 17 Νοέμβρη και τον Αντιδικτατορικό αγώνα πιθανότατα θα την ταυτίζει με «αγανακτισμένους», τον Γιωτόπουλο και τους Ξηρούς. Μικρό το κακό για μένα, που θα μπορώ και τότε με εγωιστική διάθεση να ισχυρίζομαι, ότι κάποτε, με τον δικό μου «παιδικό τρόπο», ήμουν μέλος της «πραγματικής 17 Νοέμβρη».
Ο Ανδρέας Μπελιμπασάκης είναι δημοσιογράφος