«Το μέλλον ανήκει σε αυτούς που πιστεύουν στην ομορφιά των ονείρων τους.» Ελιονορ Ρούσβελτ

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Κύριε Στουρνάρα, ΑΝ ήθελες ΟΝΤΩΣ

Κύριε Στουρνάρα,
ΑΝ ήθελες ΟΝΤΩΣ να βάζεις στο ίδιο μισθολογικό καθεστώς τους όποιους υπαλλήλους (και της βουλής συμπεριλαμβανομένους) θα έπρεπε να το είχες κάνει από την αρχή και να τους είχες βάλει στο νομοσχέδιο. Το ότι οι άλλοι τσίμπησαν το δόλωμα, με πρόφαση την αντισυνταγματικότητα, δεν σας βγάζει από την ευθύνη ότι δεν έβλεπες (ΑΝ όντως δεν έβλεπες!) αυτό που είναι κάτω από την μύτη σου! Όπως πήρες πίσω από χθες το πρωί (και κανείς δεν αντέδρασε!) την μείωση μισθών για φοροτεχνικούς και τελωνιακούς (μια που έχετε πολλούς από δ’ άυτους στους κομματικούς μηχανισμούς!), μπορούσες να είχες αντιδράσει έγκυρα για όλα. Και όχι με δυο μέτρα και δυο σταθμά, όπως και οπότε σας «καπνίζει», ώστε να προκαλείτε εντυπώσεις (όχι πως δεν καταλάβαμε -και αυτούς και εσάς).. Έτσι μπορούσες να τους είχες βάλει στο ίδιο καθεστώς όλους- ΚΑΙ ΠΡΩΤΑ ΑΠ’ ΟΛΟΥΣ ΕΣΑΣ- ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ!!! Όχι, δεν με εκφράζει κανένας άλλος που λέει κάτι το ίδιο, μόνο επειδή τα αφεντικά του τον βάλανε να είναι λαοπλάνος εκεί στην βουλή! Η βουλή έδειξε χθες ότι είναι ναός των βολεμένων και όχι της δημοκρατίας, από την στιγμή που έχετε μέσα τους περισσοτέρους που λυγίζουν σε οποιοδήποτε οικονομικό και προσωπικό συμφέρον, από τι στιγμή που μου μιλάνε εκ μέρος των κομμάτων που ΔΗΘΕΝ αντιπροσωπεύουν τον λαό, όλοι που θα κάνουν όλες τις κωλοτούμπες στα μέσα και έξω αφεντικά, μόνο για να επιβιώσουν «πολιτικά». Και αν μου έδειξες ότι οι άλλοι είναι πολύ μικροί πολιτικά και κάνουν στείρα αντιπολίτευση και φωνάζουν δίχως ουσία, τόσο πιο πολύ κατάλαβα ότι όλοι σας ξεβρακωθήκατε χθες και φαινόταν με καθαρό μάτι όλη η σκηνοθεσία, μια που μέχρι και η Αλέκα την κατάλαβε. Αν ήθελες ΟΝΤΩΣ να μειώσεις τους μισθούς, ας το έκανες ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ και ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ! Αυτό που ήθελες όντως, ήταν να θολώσετε τα νερά, έτσι ώστε να νιώσει μια γεύση παρηγοριάς ο πικραμένος λαός πριν να πάρετε τα μέτρα. Το μεγάλο μας τσίρκο… Καρώτο- μαστίγιο… Και επειδή δεν αφήνετε ΠΟΤΕ κανέναν όντως άξιο, που να ταρακουνήσει και να κινήσει τα πάντα μπροστά, αρκείστε στο ποιος είναι ο μονόφθαλμος ανάμεσα στους τυφλούς! Έχετε τελειώσει και δεν το πήρατε καν πάρει χαμπάρι! Άλλους σαν και εσάς, ΔΗΘΕΝ «άφθαρτους» (στην ουσία τα τσιράκια σας), οι οποίοι περιμένουν με τα κουταλοπήρουνα στα χέρια, ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ! Θέλουμε ΑΔΙΑΦΘΟΡΟΥΣ !!!!! ΟΣΟ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΘΕΛΕΤΕ ΕΣΕΙΣ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΠΟΤΕ, ΜΑ ΠΟΤΕ, ΜΕΤΡΟ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ, ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΓΙΑ ΜΑΣ!!!!! ΦΤΑΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΣΑΣ!!!!! Ξεγυμνωθήκατε! ΟΛΟΙ!!!!! ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!!!!!
Υ.Γ. ΜΗΝ ΠΡΟΚΑΛΕΙΤΑΙ ΠΑΛΙ ΤΗΝ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΜΑΣ ΣΕ ΟΤΙ ΑΦΟΡΑ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ  ΠΟΥ ΔΗΛΩΝΟΥΝ ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΙΣ!!!!!

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Καλό μήνα


Καλό μας μήνα που μπαίνει δίχως τον χοντρό που βγαίνει! Δεν το κατάλαβε ότι ο ίδιος είναι ο εργολάβος της διάλυσης στο ΠΑΣΟΚ (μια που ξέρει καλά και εργολάβους και από εργολαβίες…) Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. το εκφράζει η βάση του και μόνο με αυτήν γίνεται Πραγματικό Σοσιαλιστικό Κινημα! Μέχρι τότε αυτός που κουτσούλισε και δεν ψήφισε χθες καν αυτά που έδωσε σαν γραμμή κόμματος, να αυτοδιαγραφεί. Αυτό είναι το σωστό- να δώσει πρώτος το παράδειγμα! Αλλιώς, αναιρεί μόνος του τον εαυτό του! Αν δεν το κατάλαβε η «ευφυΐα», ας περιμένουν πολλοί η λίγοι στην ουρά του μονόφθαλμου για μια υπουργική καρέκλα, την σωστή απάντηση θα τους την δώσει ο λαός! Γιατί μόνο αυτός είναι κινητήρια δύναμη όλων που είναι στην πράξη σοσιαλιστές και δημοκράτες!

Σαν σήμερα… ένα μικρό αφιέρωμα για έναν μεγάλο Ηγέτη Γεώργιος Παπανδρέου (13 Φεβρουαρίου 1888 - 1 Νοεμβρίου 1968) «Ο γέρος της Δημοκρατίας»




"ο Βασιλεύς βασιλεύει και ο Λαός κυβερνά"

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Ένα χρόνο μετά


Ένα χρόνο μετά, 2 εκλογές μετά, 3 πρωθυπουργούς μετά, το δημοψήφισμα εξακολουθεί να είναι η μόνη πραγματική απάντηση στο αδιέξοδο της χώρας.
“Έχουμε ανάγκη αλλά έχουμε και όρια. Και τα όρια της αξιοπρέπειάς μας δεν τα διαπραγματευόμαστε με κανέναν. Εντολές παίρνουμε μόνο από τον ελληνικό λαό.”
Γεώργιος Α. Παπανδρέου 


Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Πρέπει να γίνεις εσύ ήλιος για να φωτίσεις τους σβησμένους ήλιους των άλλων



Πρέπει να γίνεις εσύ ήλιος για να φωτίσεις τους σβησμένους ήλιους των άλλων.

Δεν υπάρχουν ιδέες , υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει.

Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;

Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι ...

Να μην αρνιέσαι τη νιότη σου ως τα βαθιά γεράματα, να μάχεσαι σε όλη σου τη ζωή να μετουσιώσεις σε κατάκαρπο δέντρο την εφηβική σου άνθηση, αυτός, θαρρώ, είναι ο δρόμος του ολοκληρωμένου ανθρώπου.

Έχουν να πουν πως άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται το θάνατο. Όχι, σου λέω εγώ. Άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται την αθανασία.

Νιώθω σαν να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά κεφάλια θα σπάσουν. Μα κάποια στιγμή, θα σπάσουν και τα σίδερα.

Άσφαλτα κατέχει η χωματένια αυτή μήτρα την αξία του κάθε παιδιού της· κι όσο ανώτερη η ψυχή που έπλασε, τόσο και δυσκολότερη της αναθέτει εντολή: να σώσει τον εαυτό του ή τη ράτσα του ή τον κόσμο· από την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη εντολή που σου αναθέτει διαβαθμίζεται η  ψυχή σου.

Άστρα, πουλιά, σπόροι μέσα στο χώμα, όλα υπακούουν. Και μόνο ο άνθρωπος σηκώνει κεφάλι και θέλει να παραβεί το νόμο και να μετατρέψει την υπακοή σε ελευτερία. Γι’ αυτό κι απ’ όλα τα πλάσματα του Θεού αυτός μονάχα μπορεί κι αμαρταίνει. Τι θα πει αμαρταίνει; χαλνάει την αρμονία.

 Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.

 Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι ...

Δέν διαλέγεις αυτά που πιστεύεις.Αυτά διαλέγουν εσένα.


Πιστεύω στα αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πήρε ο Θεός στους αιώνες και ξεκρίνω, πίσω από την άπαυτη ροή του, την απόλυτη ενότητα.

Ποτε μην αναγνωρισεις τα συνορα τ'ανθρωπου,να σπας τα συνορα! Ν'αρνειεσαι οτι θωρουν τα ματια σου!
Να πεθαινεις και να λες:
Θανατος δεν υπαρχει

Ένας δρόμος, ένας μονάχα οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος.

Αν δε δει ο Θεός χέρι ανθρώπου, δε βάζει μήτε κι αυτός το δικό του.

Σκύβω απάνω στο μερμήγκι, θωρώ μέσα στο γυαλιστερό μαύρο μάτι του το πρόσωπο του Θεού.

Θεός είναι η ακατάλυτη δύναμη που μεταμορφώνει την ύλη σε πνέμα. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του ένα κομμάτι από το θεϊκό αυτό στρόβιλο και γι’ αυτό κατορθώνει να μετουσιώνει το ψωμί και το νερό και το κρέας και να το κάνει στοχασμό και πράξη.


Δεν είναι νερό δροσερό ο Θεός, όχι, δεν είναι νερό δροσερό, να το πιεις, να δροσερέψεις. Είναι φωτιά, και πρέπει να περπατάς απάνω της. Κι όχι μονάχα να περπατάς, παρά, κι αυτό ’ναι το πιο δύσκολο, παρά και να χορεύεις! Σίγουρα, ευτύς ως μπορέσεις να χορέψεις, η φωτιά γίνεται νερό δροσάτο, μα ώσπου να φτάσεις ως εκεί τι αγώνας, τι αγωνία, Θεέ μου!
Νίκος Καζαντζάκης αποφθέγματα

Μια μέρα περνούσα από ένα χωριουδάκι. Ένας μπαμπόγερος ενενήντα χρονών φύτευε μια μυγδαλιά. -Ε, παππούλη, του κάνω, μυγδαλιά φυτεύεις; Κι αυτός, έτσι σκυμμένος που ήταν, στράφηκε και μου κάνει: -Εγώ, παιδί μου, ενεργώ σα να ήμουν αθάνατος! -Κι εγώ, του αποκρίθηκα, ενεργώ σα νάταν να πεθάνω την πάσα στιγμή. Ποιος από τους δυο μας είχε δίκιο, αφεντικό;
“ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ” Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ο Καζαντζάκης ήταν ασκητής, προπολεμικά μαγείρευε Δευτέρα και έτρωγε ως το Σάββατο από το ίδιο φαγητό, δεν είχε χρόνο να ξοδεύει, έτρωγε μερικές κουταλιές και γι’ αυτό ήταν αδύνατος, πετσί και κόκαλο ήταν, δούλευε τόσο πολύ που έλεγες “πώς διάολο αντέχει αυτός ο άνθρωπος;” Εφείδετο του χρόνου του, ούτε ένα λεπτό δεν πήγαινε χαμένο, χωρίς δουλειά. Θυμάμαι πολύ καλά, μια μέρα στην Αίγινα, όταν περνούσαμε από τα καφενεία που ήταν γεμάτα και μου ‘λεγε: “Όταν βλέπω αυτούς όλους τους νεοέλληνες, τους τεμπέληδες, που δεν ξέρουν τι να κάνουν και κάθονται στο καφενείο και παίζουν τάβλι ή χαρτιά ή κουβεντιάζουν, μου ‘ρχεται να τους σιμώσω, να τους απλώσω τις χούφτες και να τους πω: Άνθρωποί μου, που δεν ξέρετε τι να τον κάνετε τον καιρό σας, δώστε τον μου εμένα να τελειώσω το έργο μου και να σώσω την ανθρωπιά μου”.
Συνέντευξή του Νίκου Καζαντζάκη στον Γιάννη Μαγκλή








Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Ποιοι είναι οι πραγματικοί υπάνθρωποι;


Σήμερα, ημέρα επετείου της μνήμης της Rosa Parks (δες την προηγουμένη δημοσίευση), ένα έγχρωμο κορίτσι, η Σαρμίκα Μόφιτ 20 ετών, χαροπαλεύει στο νοσοκομείο με 60% εγκαύματα που τα προκάλεσαν μέλη της Κου Κλουξ Κλαν, την Κυριακή στη Λουιζιάνα, στις νότιες ΗΠΑ. Τρεις άνδρες την περιέλουσαν με εύφλεκτο υγρό και της έβαλαν φωτιά, ενώ στη συνέχεια έγραψαν τα γράμματα «ΚΚΚ» --τα αρχικά της Κου Κλουξ Κλαν-- στο αυτοκίνητό της, όπως αναφέρουν σήμερα τα τοπικά μέσα ενημέρωσης. Η επίθεση εναντίον της νεαρής έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στις ΗΠΑ, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου πολλοί ισχυρίζονται ότι η Μόφιτ δέχθηκε την επίθεση επειδή φορούσε ένα μπλουζάκι του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα. Ο σερίφης της περιοχής, επιβεβαίωσε ότι στο αυτοκίνητο του θύματος άγνωστοι είχαν γράψει τα αρχικά «ΚΚΚ» και ρατσιστικές προσβολές, όπως ανέφερε το τηλεοπτικό δίκτυο KLTV στον ιστότοπό του.
Ποιοι είναι οι πραγματικοί υπάνθρωποι;;; Ας αναρωτηθούν και εδώ αυτοί που ψήφισαν την Χρυσή Αυγή, σαν κόμμα “αδελφό” της Κου Κλουξ Κλαν (όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι στις ΗΠΑ).

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

24/10/1963: Η Σουηδική Ακαδημία τιμά τον Γιώργο Σεφέρη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας

H ομιλία του Γιώργου Σεφέρη, λόγω της βράβευσής του με το βραβείο Νόμπελ, στις 24 Οκτωβρίου 1963.

Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία, έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγνώμη που ζητώ πρώτα –πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.
Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «… θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε …». Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος. είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία. Παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα κι ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή η φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο, απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα, που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς, που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.
.....................................................................................
Ἐπὶ σκηνῆς

Ἡ θάλασσα- πῶς ἔγινε ἔτσι ἡ θάλασσα;
Ἄργησα χρόνια στὰ βουνὰ-
μὲ τύφλωσαν οἱ πυγολαμπίδες.
Τώρα σὲ τοῦτο τ᾿ ἀκρογιάλι περιμένω
ν᾿ ἀράξει ἕνας ἄνθρωπος
ἕνα ὑπόλειμμα, μιὰ σχεδία.
Μὰ μπορεῖ νὰ κακοφορμίσει ἡ θάλασσα;
Ἕνα δελφίνι τὴν ἔσκισε μία φορὰ
κι ἀκόμη μιὰ φορὰ
ἡ ἄκρη τοῦ φτεροῦ ἑνὸς γλάρου.
Κι ὅμως ἦταν γλυκὸ τὸ κύμα
ὅπου ἔπεφτα παιδὶ καὶ κολυμποῦσα
κι ἀκόμη σὰν ἤμουν παλικάρι
καθὼς ἔψαχνα σχήματα στὰ βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μοῦ μίλησε ὁ Θαλασσινὸς Γέρος:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ τόπος σοὺ
ἴσως νὰ μὴν εἶμαι κανεὶς
ἀλλὰ μπορῶ νὰ γίνω αὐτὸ ποὺ θέλεις»
.

Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο

Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν ἁρμα-
τωσιὰ μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του,
σὰν τὶς φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.
Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σάν τὴ
μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατὶ γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος
κανείς.
Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ
μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά, κι ἀκούω
τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι.
Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ φάν-
τασμα τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα ἀπὸ τοῦ
κυμάτου τὴν ἁρμύρα
κι ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνὸ ποὺ
βγαίνει ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ σκυλί
του ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ᾿ ἀσπρισμένα
του γένια, λόγια τῆς γλώσσας μας, ὅπως τὴ μιλοῦσαν
πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Ἁπλώνει μία παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ καὶ τὸ
δοιάκι, μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι ἀπὸ τὴν
κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.
Θἄ ῾λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ᾿ ἕνα μάτι, τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀ-
κούσεις ξεχνᾶς, τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη ἀπ᾿ ἀνά-
μεσό μας·
τόσο περίπλοκα τέρατα, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ στοχα-
στοῦμε πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πά-
λεψε μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.
Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας· ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ
ξύλινο ἄλογο καὶ οἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.
Φαντάζομαι πῶς ἔρχεται νὰ μ᾿ ἀρμηνέψει πῶς νὰ φτιάξω
κι ἐγὼ ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μου
Τροία.
Γιατὶ μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι στὰ
δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ
ἀγέρας,
μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια, τὸ τραγούδι τοῦ
Ἐρωτόκριτου, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια·
τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας τὴν
ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς νὰ κατεβαίνει τὰ μαρμα-
ρένια σκαλοπάτια.
Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ καρα-
βιοῦ σου φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ τὴν ψυχή
σου νὰ γίνεται τιμόνι.
Καὶ νἄ ῾σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρ-
νητος σὰν τ᾿ ἄχερο στ᾿ ἁλώνι.
Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στὰ στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-
ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς πεθα-
μένους, ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ
ἀπομέναν.
Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμά-
σουν ἂν ἦταν καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γορ-
γόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα.

Λίγο ἀκόμα

Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν.
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν,
νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο
κι ἡ θάλασσα νὰ κυματίζει.
Λίγο ἀκόμα, νὰ σηκωθοῦμε
λίγο ψηλότερα.