«Δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει ποτέ θρησκεία ανώτερη απ' την
αλήθεια.»-Ιησούς Χριστός.
Ένας άνθρωπος όλη τη ζωή του έψαχνε τον Θεό.
Μια φορά στο όνειρό του είδε πως βρέθηκε στον παράδεισο. Εκεί είδε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Όταν ρώτησε, γιατί μαζεύτηκε τόσο κόσμος, του είπαν ότι σήμερα είναι τα γενέθλια του Θεού. Ο άνθρωπος ευλόγησε τη μοίρα του: επιτέλους θα βλέπει με τα μάτια του τον Θεό! Στάθηκε στην άκρη του δρόμου και ανυπόμονα κοιτούσε τον δρόμο. Ξαφνικά άρχισαν να παίζουν οι φανφάρες και εμφανίστηκε μια πομπή, όπου πάνω σ' ένα άσπρο άλογο καθόταν ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος. Πίσω του ακολουθούσε μια μεγάλη συνοδεία. Ο άνθρωπος ρώτησε τον διπλανό του:
- Είναι ο Θεός;
- Όχι, είπε ο διπλανός, είναι ο Κρίσνα.
Δεν πρόλαβε να περάσει η πρώτη συνοδεία, εμφανίστηκε η επόμενη.
- Είναι ο Θεός; ξανά ρώτησε ο άνθρωπος.
- Όχι, είναι ο Βούδας, ήταν η απάντηση.
Μετά πέρασαν οι πολυάριθμες συνοδείες του Χριστού, του Μωάμεθ και πολλών άλλων προφητών. "Πότε θα περάσει ο Θεός", σκεφτόταν ο άνθρωπος και με απορία έβλεπε πως λιγοστεύει το πλήθος, πως η φανφάρες σταμάτησαν να παίζουν και τελικά ο άνθρωπος έμεινε μόνος πάνω στον δρόμο.
Ο άνθρωπος ήταν έτοιμος να φύγει όταν στον δρόμο εμφανίστηκε ένας σεμνός και ευπαρουσίαστος γέροντας πάνω σ' ένα άσπρο άλογο. Και δεν τον συνόδευε κανένας…
Ο άνθρωπος τον ακολούθησε και μετά με έκπληξη κατανόησε πως είναι ο Θεός. "Κανένας σ' αυτό το Σύμπαν δεν είναι τόσο μοναχικός όσο ο Θεός!" Μετά τον πλησίασε και ρώτησε:
- Κατάλαβα, είσαι ο Θεός. Όμως γιατί είσαι τόσο μοναχικός.
Τα μάτια του Θεού δάκρυσαν και είπε:
- Όλοι οι άνθρωποι πήγανε πίσω απ' αυτούς που πέρασαν μπροστά σου και κανένας δεν έμεινε μαζί μου. Μαζί μου έμειναν μόνο εκείνοι, οι λίγοι, που δεν ακολουθούν κανένα.
Μια φορά στο όνειρό του είδε πως βρέθηκε στον παράδεισο. Εκεί είδε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Όταν ρώτησε, γιατί μαζεύτηκε τόσο κόσμος, του είπαν ότι σήμερα είναι τα γενέθλια του Θεού. Ο άνθρωπος ευλόγησε τη μοίρα του: επιτέλους θα βλέπει με τα μάτια του τον Θεό! Στάθηκε στην άκρη του δρόμου και ανυπόμονα κοιτούσε τον δρόμο. Ξαφνικά άρχισαν να παίζουν οι φανφάρες και εμφανίστηκε μια πομπή, όπου πάνω σ' ένα άσπρο άλογο καθόταν ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος. Πίσω του ακολουθούσε μια μεγάλη συνοδεία. Ο άνθρωπος ρώτησε τον διπλανό του:
- Είναι ο Θεός;
- Όχι, είπε ο διπλανός, είναι ο Κρίσνα.
Δεν πρόλαβε να περάσει η πρώτη συνοδεία, εμφανίστηκε η επόμενη.
- Είναι ο Θεός; ξανά ρώτησε ο άνθρωπος.
- Όχι, είναι ο Βούδας, ήταν η απάντηση.
Μετά πέρασαν οι πολυάριθμες συνοδείες του Χριστού, του Μωάμεθ και πολλών άλλων προφητών. "Πότε θα περάσει ο Θεός", σκεφτόταν ο άνθρωπος και με απορία έβλεπε πως λιγοστεύει το πλήθος, πως η φανφάρες σταμάτησαν να παίζουν και τελικά ο άνθρωπος έμεινε μόνος πάνω στον δρόμο.
Ο άνθρωπος ήταν έτοιμος να φύγει όταν στον δρόμο εμφανίστηκε ένας σεμνός και ευπαρουσίαστος γέροντας πάνω σ' ένα άσπρο άλογο. Και δεν τον συνόδευε κανένας…
Ο άνθρωπος τον ακολούθησε και μετά με έκπληξη κατανόησε πως είναι ο Θεός. "Κανένας σ' αυτό το Σύμπαν δεν είναι τόσο μοναχικός όσο ο Θεός!" Μετά τον πλησίασε και ρώτησε:
- Κατάλαβα, είσαι ο Θεός. Όμως γιατί είσαι τόσο μοναχικός.
Τα μάτια του Θεού δάκρυσαν και είπε:
- Όλοι οι άνθρωποι πήγανε πίσω απ' αυτούς που πέρασαν μπροστά σου και κανένας δεν έμεινε μαζί μου. Μαζί μου έμειναν μόνο εκείνοι, οι λίγοι, που δεν ακολουθούν κανένα.