«Το μέλλον ανήκει σε αυτούς που πιστεύουν στην ομορφιά των ονείρων τους.» Ελιονορ Ρούσβελτ

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Τζον Στάινμπεκ: Ο συγγραφέας προσπαθεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα

Στις 20 Δεκέμβρη 1968, έφυγε από τη ζωή ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο πολυβραβευμένος και πολυγραφότατος Τζον Στάινμπεκ χάρισε στην αμερικανική πολιτισμική κληρονομιά αριστουργήματα, όπως τα «Σταφύλια της οργής» (1938) (Δείτε εδώ την ταινία), για το οποίο απέσπασε το βραβείο Πούλιτζερ το 1940, ενώ τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1962. «Σε απόλυτη μοναξιά, ο συγγραφέας προσπαθεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα», είχε πει ο ίδιος.
Ο Τζον Ερνστ Στάινμπεκ ο Νεότερος γεννήθηκε στην πόλη Σαλίνας της Καλιφόρνια. Η καταγωγή του ήταν από Γερμανία και Ιρλανδία. Μάλιστα, το όνομα του Γερμανού προπάππου του από την πλευρά του πατέρα του ήταν Γιόχαν Άντολφ Γκροστάινμπεκ, αλλά το συντόμευσε μετά τη μετανάστευσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μεγαλωμένος σε μία μικρή αγροτική πόλη, με τον πατέρα του, Τζον Στάινμπεκ τον Πρεσβύτερο, ο οποίος δούλευε ως ταμίας και τη μητέρα του, Όλιβ Χάμιλτον, πρώην δασκάλα, ο μικρός Στάινμπεκ δούλευε και ο ίδιος τα καλοκαίρια σε κοντινά κτηνοτροφικά αγροκτήματα. Το 1919 τελείωσε το Λύκειο, ενώ το 1920 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα, με διαλείμματα, στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ μέχρι το 1925, χωρίς τελικά να καταφέρει να πάρει πτυχίο.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 τον ανάγκασε να αλλάξει διάφορα επαγγέλματα, όπως αυτό του ξεναγού, του επιστάτη στο ιχθυοτροφείο του Ταχόε Σίτυ και του μεταφορέα σε μία αποθήκη εμπορευμάτων στο Σαν Φρανσίσκο. Ο πατέρας του τον βοήθησε οικονομικά παρέχοντας του δωρεάν στέγαση και δάνεια, ώστε να αφιερωθεί στο πάθος για συγγραφή. Εκείνη την περίοδο δημοσιεύτηκε το πρώτο μυθιστόρημα του με τίτλο «Η Χρυσή Κούπα» (Cup of Gold). Παράλληλα, παντρεύτηκε τη πρώτη του γυναίκα, Κάρολ Χέννινγκ, τον Ιανουάριο του 1930.
Η πρώτη συγγραφική του επιτυχία ήρθε το 1935 με το μυθιστόρημα «Η Πεδιάδα της Τορτίλια» (Tortillia Flat), το οποίο του χάρισε το Χρυσό Μετάλλιο της Λέσχης της Κοινοπολιτείας της Καλιφόρνια και έγινε ταινία το 1942. Η εμπειρία του Κραχ τον ενέπνευσε να γράψει μία σειρά από έργα, ανάμεσά τους το «Άνθρωποι και Ποντίκια» (Of Mice and Men) και «Τα Σταφύλια της Οργής» (The Grapes of Wrath), τα οποία γνώρισαν τεράστια επιτυχία και τον καθιέρωσαν στην αμερικάνικη λογοτεχνική σκηνή.
Συγκεκριμένα, το έργο «Άνθρωποι και ποντίκια», μετά τη θεατρική μεταφορά, στην οποία ο Στάινμπεκ αρνήθηκε να παρευρεθεί για να μην απογοητευτεί από το αποτέλεσμα, μεταφέρθηκε το 1939 στον κινηματογράφο. Αντίστοιχα, «Τα Σταφύλια της Οργής», το οποίο θεωρείται από πολλούς ως το καλύτερο έργο του, απέσπασε το βραβείο Πούλιντζερ το 1940, ενώ χάρισε στον Χένρι Φόντα μία υποψηφιότητα για Όσκαρ, όταν μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Τζον Φορντ. Μάλιστα, το βιβλίο αυτό θεωρήθηκε άσεμνο και παραπλανητικό και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του στα δημόσια σχολεία και τις βιβλιοθήκες της επαρχίας του Κερν από τον Αύγουστο του 1939 ως τον Ιανουάριο του 1941.
Το 1943 υπήρξε μία σημαντική χρονιά για τον Στάινμπεκ, καθώς διετέλεσεπολεμικός ανταποκριτής στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για την εφημερίδα New York Herald Tribune, δούλεψε με το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (τον πρόγονο της CIA) και παντρεύτηκε τη δεύτερη του γυναίκα Γκουίντολιν "Γκουίν" Κόνγκερ, με την οποία απέκτησε τους δύο γιους του.
Το 1948 έγινε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας, ενώ τον Δεκέμβριο του 1950 παντρεύτηκε την τρίτη και τελευταία του γυναίκα Ελέιν Σκοτ, η οποία έμεινε μαζί του ως το τέλος της ζωής του.
Ο πόλεμος άφησε στον Στάινμπεκ πολλά ψυχολογικά τραύματα, τα οποία προσπάθησε να γιατρέψει μέσα από το γράψιμό του. Στο σύνολο της συγγραφικής του καριέρας, ο Στάινμπεκ έγραψε 17 μυθιστορήματα και πολλά διηγήματα. Δύο από τα πιο σημαντικά τελευταία του δημιουργήματα ήταν η συγγραφή του κινηματογραφικού σεναρίου «Viva Zapata!», το οποίο γυρίστηκε σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν με πρωταγωνιστές τους Μάρλον Μπράντο και Άντονι Κουίν και το «Ανατολικά της Εδέμ» (East of Eden), στην κινηματογραφική μεταφορά του οποίου έκανε το ντεμπούτο του ο Τζέημς Ντην.
Χρόνιος καπνιστής, ο 66χρονος Τζον Στάινμπεκ απεβίωσε στις 20 Δεκεμβρίου 1968 στη Νέα Υόρκη από καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ του διαγνώστηκε πλήρη απόφραξη των κυρίων στεφανιαίων αρτηριών. Μετά από επιθυμία του, το σώμα του αποτεφρώθηκε και η τεφροδόχος με τις στάχτες του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο, μαζί με την οικογένεια της μητέρας του, στο Garden of Memories Memorial Park στην πόλη Σαλίνας. 

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Παράδειγμα προς μίμηση: Δείτε την ανθρωπιά που απέδειξαν η νύφη και ο γαμπρός στον γάμο τους

Το ερωτευμένο ζευγάρι παντρεύτηκε σε εκκλησία του Ηρακλείου και στη συνέχεια πήρε μια απόφαση που συζητήθηκε πολύ...
Τα μικρά είναι και τα πιο σπουδαία! Αλλά αυτά τα 'μικρά" στη ζωή μας είναι τα πιο μεγάλα στην πραγματικότητα. Ένα ζευγάρι ο Κώστας και η Αθανασία παντρεύτηκαν το βράδυ του περασμένου Σαββάτου (22-02-2014) στην Σταλίδα του Ηρακλείου και αποφάσισαν να μοιράσουν το κρέας του γάμου και την τούρτα σε...οικογένειες που έχουν πραγματικά ανάγκη!
Και μάλιστα ζήτησαν και τη βοήθεια της ¨Κίτρινης αποστολής' και του Δημήτρη Αποστολάκη για να μοιραστούν τα φαγητά σε 50 οικογένειες που έδωσαν διπλές και τριπλές ευχές! "Ήταν πραγματικά συγκινητικό αυτό που ζήσαμε με τα παιδιά. Το έκαναν με την ψυχή τους κι έδωσαν χαρά σε πολύ κόσμο. Και σε μας που τα μοιράσαμε" είπε στο cretalive.gr,  o κ.Αποστολάκης που ενθαρρύνει κι άλλους να πάρουν τέτοιες πρωτοβουλίες.
ΦΩΤΟ από cretalive.gr
ΦΩΤΟ από cretalive.gr
Ο ίδιος ο Δημ. Αποστολάκης έγραψε: "Μερικες φορες συμβαινουν καποια πραγματα στη ζωη που πραγματικα σε ξεπερνανε! Χθες (προχθές) παντρευτηκε ενα νεο ζευγαρι στη Σταλιδα, αγνωστο εντελως σε εμενα!
Σημερα το μεσημερι δεχθηκα ενα τηλεφωνημα απο μια φιλη της ομαδας την Ουρανια, οπου με ενημερωσε οτι το ζευγαρι θελει να δωσει στην Κιτρινη Αποστολη 5 λαμαρινες με κρεας 2 λεκανες με βραστο και 2 κουτες απο τη γαμηλια τουρτα.
Αμεσως κλειστηκε το ραντεβου για το απογευμα οπου το κρεας και η τουρτα μοιραστηκαν σε περιπου 50 οικογενειες!  Οταν λοιπον βλεπεις τετοιες κινησεις λες πως υπαρχει ακομα ανθρωπια και ελπιδα για ενα καλυτερο αυριο!"

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Αν κάνεις ησυχία ακούς καρδιές να χτυπάνε…(Οι άστεγοι των Αθηνών)

Οοιπορικό στα χαρτόκουτα της Αθήνας. Στα πεζοδρόμια, στις στοές, κάτω από τις γέφυρες και στα πάρκα, εκεί όπου σαν χελώνες χωρίς τα καβούκια τους ζουν οι περίπου 20.000 άστεγοι της πόλης
Κάτω από τη γέφυρα του Ρουφ, ο Αντρέας. Ζούσε στο διαμέρισμά του στο Περιστέρι και ήταν υπάλληλος του δήμουΚάτω από τη γέφυρα του Ρουφ, ο Αντρέας. Ζούσε στο διαμέρισμά του στο Περιστέρι και ήταν υπάλληλος του δήμου«Μας έκλεψαν, μας αποτέλειωσαν»
Πρώτη στάση, Ταύρος: Με τη δύση του ηλίου, η καντίνα σκοτεινιάζει και παγώνει. «Κάνει κρύο σήμερα», λέει ανάβοντας το λουξάκι. «Είναι η τελευταία φιάλη. Από αύριο σκοτάδι. Είχα και κάτι κεράκια αλλά μου τελείωσαν», μονολογεί και περιστρέφει το βλέμμα της στο χώρο. Η αδύναμη φλόγα του γκαζιού φωτίζει σωρούς από κουβέρτες. «Αυτό ήταν το μαγαζί μου», λέει η κυρία Κωνσταντίνα. «Τώρα είναι το σπίτι μου. Από αρχόντισσα κατάντησα στο δρόμο».
Στο πλάι του φορτηγού, είναι γραμμένο με κόκκινα γράμματα το όνομα του γιου της. «Καντίνα ο Σάκης». Κάποτε, γνώρισε μεγάλες δόξες, από πεινασμένους ξενύχτηδες, στην Ιερά Οδό. «Εγώ, ξέρεις, έκανα το πιο καθαρό και το πιο ωραίο σάντουιτς» εξιστορεί, περήφανη για το ένδοξο παρελθόν της καντίνας. «Ημουν διάσημη στα μπουζουκάδικα. Μέχρι και οι εφημερίδες με είχαν γράψει. Περασμένα μεγαλεία».
«Τόσο εύκολα έμεινα άστεγος», λέει ο Γιώργος«Τόσο εύκολα έμεινα άστεγος», λέει ο Γιώργος«Γύρω στις 10 Φεβρουαρίου του 2012 μείναμε στο δρόμο με τον γιο μου», λέει η 52χρονη ιδιοκτήτρια. Πριν, ζούσε όπως λέει «σε ένα τριάρι, κουκλί στην Κολιάτσου». Μια διπλωμένη κουβέρτα είναι στρωμένη στο διάδρομο, ανάμεσα στο επαγγελματικό ψυγείο-πάγκο και τα ντουλάπια του φορτηγού. Αυτό είναι το κρεβάτι της.
«Τρεις μένουμε εδώ. Ή μάλλον τέσσερις» συνεχίζει η κυρία Κωνσταντίνα, καθώς η Μπρούνα, ένα παιχνιδιάρικο λυκόσκυλο, της δαγκώνει τα κορδόνια. «Ο γιος μου είναι 37 ετών, άνεργος και άστεγος και με πολλά προβλήματα υγείας. Μένει στη Βουλιαγμένη, στα εγκαταλελειμμένα της εκκλησίας που είναι για πώληση. Οταν έρχεται εδώ, του ανοίγω δύο σιδερένιες καρέκλες, μία στη θέση του οδηγού, μία στου συνοδηγού, βάζω από πάνω δυο κουβέρτες και έτοιμο το κρεβάτι». Τα πρωινά, τα δέντρα του δρόμου γίνονται απλώστρες. Μπουγάδα απλωμένη στο δρόμο. Τις ημέρες που έχει αγώνα, στο κοντινό γήπεδο, ανοίγει η δημοτική τουαλέτα. «Αν δεν ανοίξει, πηγαίνουμε στην καντίνα δίπλα, ή πηγαίνουμε στο φαστφουντάδικο. Οχι έξω. Απαγορεύεται κι έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ», μου ψιθυρίζει στο αφτί.
Οσο περνάει η ώρα η καντίνα παγώνει. Κρύος αέρας διαπερνάει την πλαστική σακούλα που είναι κολλημένη με μονωτική ταινία, καλύπτοντας το τζάμι που λείπει. «Μας κλέψανε και μας αποτέλειωσαν», διηγείται η κ. Κωνσταντίνα. «Από δω μπήκαν, πήραν τη μεγάλη γεννήτρια την πεντοχιλιάρα, τη μεγάλη φιάλη, την ψησταριά, την κάβα, όλα τα ποτήρια, την τοστιέρα, μου πήραν τα πάντα. Από κει και πέρα δεν είχα οικονομική ευχέρεια. Για τρία ενοίκια, χάσαμε το σπίτι. Και 2 φορτηγά πράγματα. Δεν έχω ούτε μία φωτογραφία του παιδιού μου από τότε που ήταν μωρό. Δεν έχω μια φωτογραφία της συγχωρεμένης της μητέρας μου και του πατέρα μου. Ολος μας ο θησαυρός, τα χρυσαφικά της μητέρας μου από Τουρκία, η προίκα μου από πορσελάνη. Είχα προθεσμία 6 μήνες. Αλλά εγώ χρήματα δεν είχα. Ούτε για να νοικιάσω αποθήκη και να βάλω τα πράγματα, ούτε για να δώσω τα ενοίκια. Και τα χάσαμε όλα. Ολα! Χάσαμε τον ιδρώτα μιας ζωής. Κι από τότε μένουμε εδώ. Στον δήμο πηγαίνουμε για φαγητό, κάθε Τρίτη μας φέρνει η Αρχιεπισκοπή -να 'ναι καλά- κονσέρβες, μπισκότα και κρουασάν. Κι έτσι επιβιώνουμε». Αν υπήρχε τζίνι που πραγματοποιεί ευχές, «θα ήθελα να ξεκινήσω πάλι τη δουλειά μου. Να τακτοποιήσω τις εκκρεμότητες και να βρω ένα σπίτι να μένω με τον γιο μου και την κοπέλα του. Αλλά για να ξεκινήσω τη δουλειά μου, χρειάζονται χρήματα. Για γεννήτρια, για τοστιέρα, για εμπόρευμα, για την ασφάλεια του αυτοκινήτου, για να πληρώσω μια λογίστρια για το κλείσιμο των χαρτιών, για να βγάλω ξανά άδεια στον δήμο...».
Δεύτερη στάση: πλατεία Κουμουνδούρου: «Δεν λείπουν, εδώ είναι» με διαβεβαιώνει ο Κώστας, ένας από τους άστεγους που μας συνοδεύει στην πλατεία Κουμουνδούρου. Μπροστά από τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, πάνω στο τσιμέντο, «με στέγη το σύμπαν» έχει στηθεί ένα πρόχειρο καταφύγιο από χαρτόκουτα και νάιλον. Δίπλα δυο σωροί από παπλώματα, αυτοσχέδιοι υπνόσακοι. «Είναι άνθρωποι μέσα», μας διαβεβαιώνει ο Κώστας. «Αν κάνεις ησυχία ακούς καρδιές να χτυπάνε». Αυτή θεωρείται μια καλή «καβάτζα» για έναν άστεγο. Το μέρος είναι φωτεινό και άρα ασφαλές. Επιπλέον απέχει όσο πρέπει από την πολύβουη Πειραιώς. Αυτή τη στιγμή περνάει το όχημα του δήμου. «Γλιτώνεις κι από αυτόν τον διάολο», λέει ο Κώστας. «Αν σε καταβρέχει; Εννοείται. Λούτσα γίνεσαι. Και μη μου πεις ότι δεν σε βλέπει...».
Χωμένη σε σωρούς από κουβέρτες στην Πειραιώς η κ. ΓεωργίαΧωμένη σε σωρούς από κουβέρτες στην Πειραιώς η κ. ΓεωργίαΣτα 52 της μοιάζει με γιαγιά
«Φέτος υπάρχουν πολλά παιδιά στο δρόμο. Αγαπώ πολύ τα παιδιά της Κουμουνδούρου» λέει η Μαίρη, άστεγη κι αυτή. «Σήμερα θα κοιμηθώ στο 4ο» ενημερώνει τους υπόλοιπους για να μην την ψάχνουν. «Είναι το Πολιτιστικό Κέντρο του δήμου που το ανοίγουν με τα κρύα. Είναι καθαρά εκεί και σου δίνουν και ζεστό γάλα». «Αμα χαθεί ένας», συνεχίζει η ίδια, «αρχίζεις, πού είναι ο Γιώργος, ρε παιδιά, τον είδε κανένας; Την επόμενη πρέπει να τον ψάξουμε. Μπορεί να τσακώνεσαι αλλά την άλλη μέρα είσαι παρέα. Κι αν κάποιος έχει να εμφανιστεί καιρό, 15 ημέρες ας πούμε, ξεκινάς να τον ψάχνεις στα νοσοκομεία».
Λίγα μέτρα πιο κάτω, πάνω στο σκοτεινό πεζοδρόμιο της Πειραιώς, η κυρία Γεωργία διαβάζει την Καινή Διαθήκη. «Πάνω από 50 φορές τη διάβασα», λέει, ενώ τα λεπτά της δάχτυλα με τα βαμμένα ροζ νύχια γυρίζουν τις σελίδες. Στα 52 της έχει όψη γιαγιάς. «Αν είχες κανένα βιβλίο καλά θα ήταν. Εχεις ώρα; Τι μέρα είναι;». Από έφηβη, μέχρι τα 45 της, κάθε βράδυ ξενυχτούσε φτιάχνοντας σάντουιτς. «Είχαμε μια καντίνα κινητή, με σουβλάκια. Εχασα τη μαμά μου. Και χάθηκαν όλα. Εμειναν τα χρέη», λέει επιστρέφοντας στο βιβλίο των Αγίων.
«Αμα βρέξει, άντε να στεγνώσεις»
«Καντίνα ο Σάκης», το «σπίτι» της κυρίας Κωνσταντίνας«Καντίνα ο Σάκης», το «σπίτι» της κυρίας ΚωνσταντίναςΤρίτη στάση Ρουφ: στο αυτοσχέδιο υπνωτήριο που έχει στηθεί κάτω από τη γέφυρα, το θερμόμετρο δείχνει 4 βαθμούς. «Καλωσήρθατε», ακούγεται μια φωνή μέσα από τις κουβέρτες. Είναι ο Αντρέας. «Πόσοι μένετε εδώ;», τον ρωτάω. Το χέρι του, χαραγμένο από το κρύο, μετράει στον αέρα. «Τρεις κοιμόμαστε εδώ, δύο εκεί, ο Γιώργος εκεί κάτω και ένας μέσα στο Audi, όλοι μαζί εφτά». Κάποτε έμενε στο Περιστέρι και δούλευε στον δήμο. Τώρα κοιμάται πάνω σε ένα στρώμα από κουβέρτες και χαρτόκουτα, δίπλα στην «προεδρική». Δίπλα σε σακούλες σκουπιδιών, γεμάτες εφημερίδες και παλιά υφάσματα. Αυτό είναι το κρεβάτι της Μάχης. «Δεν φάνηκε σήμερα», λέει ο Αντρέας. «Θα πήγε στο συσσίτιο».
Στην άλλη γωνία ο Γιώργος, «ο ροκάς». Οταν έχει τα κέφια του τραγουδάει Deep Purple. Αν βρει μπαταρίες, ανοίγει το ραδιοφωνάκι και πιάνει σταθμούς που παίζουν ροκ. «2.500 δίσκους κλάσικ ροκ είχα. Πάνε όλοι. Η ζωή ήταν ωραία πριν το 2005», λέει. Είναι 51 ετών αλλά μοιάζει δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος. «Οπως γίναν τα πράγματα πρέπει να τα υποστείς. Πούλησα το σπίτι, άνοιξα μια επιχείρηση, δεν πήγε καλά», λέει χωμένος κάτω από τα σκεπάσματα. «Το είχαμε ανοίξει με ένα παιδί από το Ιράν. Ηταν όλα στο όνομά μου. Και τώρα κυνηγάνε εμένα. Αυτός την κοπάνησε. Τόσο εύκολα έμεινα άστεγος. Φιλοξενήθηκα από δω, από κει, ώσπου βγήκα στο δρόμο. Εχεις ένα τσιγάρο;»
«Εχω κοιτάξει για δουλειά. Χρόνια ολόκληρα, έψαχνα αλλά πουθενά τίποτα. Το τηλέφωνο δεν χτυπούσε ποτέ. Δεν ξέρω κάποια τέχνη. Πώς θα δουλέψω σαν εργάτης;», συνεχίζει ο ίδιος. «Πώς περνάει η μέρα εδώ;». «Κάνα βιβλίο διαβάζω», απαντάει. Εκτός αν βρέχει. Αν βρέχει, ο αυτοσχέδιος οικισμός από κουβέρτες πλημμυρίζει. Κι αν ζεις εδώ, ξέρεις ότι «Δεν στεγνώνουν με τίποτα μετά».
«Ο κόσμος βοηθάει περισσότερο τώρα»
Τέταρτη στάση: Μεταξουργείο: Βράδυ Τετάρτης. Η ΕΜΥ έχει προειδοποιήσει για χιόνια. «Ο πιο κρύος χειμώνας ήταν πρόπερσι. Τώρα είναι μια χαρά. Βλέπεις, δεν φοράω το χοντρό το μπουφάν», λέει η Μαίρη, άστεγη από το 2005. «Τι χρειάζεται για να επιβιώσει κάποιος;», τη ρωτάω. «Αγάπη, σεβασμό και επικοινωνία. Αυτά τα τρία χρειάζεται ο άνθρωπος», απαντάει με σιγουριά.
Στο παρελθόν δούλευε ως τηλεφωνήτρια. «Μαζί με όλους απολύθηκα κι εγώ. Μετά έκανα δουλειές του ποδαριού. Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα περνούσα τόσο μεγάλες δυσκολίες. Οτι δεν θα μπορούσα να βοηθηθώ από τους δικούς μου ανθρώπους. Ο μπαμπάς μου παίρνει μια σύνταξη του ΟΓΑ, ζει στην επαρχία. Είχα πάει εκεί, έμεινα κάποια χρόνια αλλά μόλις έπιασε η κρίση δεν μπορούσα να βρω κάτι. Προσπάθησα να κρατήσω το σπίτι, δεν άντεξα τα χρέη. Με βοήθησε κάποιος δικός μου, ξεχρέωσα, αλλά το σπίτι δεν μπόρεσα να το κρατήσω».
«Ξενοίκιασα το σπίτι, έστειλα τον γιο μου στους γονείς και έμεινα σε μια εκκλησία. Για λόγους θέρμανσης πήγα μετά σε κάποιο δημόσιο χώρο και μετά φιλοξενήθηκα σε ένα υπόγειο που μου παραχώρησε κάποιος φίλος. Είχε ένα μπάνιο. Κοιμόμουν στο πάτωμα». Τώρα κοιμάται σε μια αποθήκη στο Μεταξουργείο. «Ξέρεις πώς αισθάνομαι; Σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Πρέπει κάποιος να μας ανάψει ένα σπίρτο για να ζεσταθούμε. Είμαστε παγωμένοι. Από τον 10ο όροφο πέσαμε με το κεφάλι και δεν ξέρουμε τι μας έχει συμβεί. Χάσαμε την επαφή με την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ζωή στα φέρνει έτσι, στα φέρνει κι αλλιώς...».
«Θυμάμαι», συνεχίζει η ίδια, «μια φορά στα Κάτω Πατήσια, ανέβαινα στο λεωφορείο και κοίταξα έναν άστεγο. Και λέω αυτός ο άνθρωπος πώς ζει;». «Αύριο», μου λέει, «θα πάω να πάρω τα ημερολόγια. Εχω φτιάξει κάτι ωραία ημερολόγια και θα τα πουλήσω να βγάλω 10-20 ευρώ. Χριστούγεννα έρχονται, θα πάρω ένα δωράκι στον σύντροφό μου».
Ιστορίες για τους άστεγους φίλους της, στην Κουμουνδούρου, για τον πατέρα που ζει με την κόρη του σε ένα οικόπεδο. «Φέτος είναι περισσότεροι στο δρόμο. Αλλά παρατηρώ ότι ο κόσμος βοηθάει περισσότερο», λέει η ίδια. «Χάσαμε την επαφή μας ο άνθρωπος με τον άνθρωπο. Κοιτάξαμε τα υλικά, κοιτάξαμε τον εαυτό μας, χάσαμε την ανθρωπιά μας. Και ήρθε η οικονομική κρίση να μας πει ότι η ανθρωπιά είναι αυτή που χάθηκε. Ταμπουρωθήκαμε σε έναν εγωισμό, σε έναν υλισμό, σε ένα σπίτι κι ένα αυτοκίνητο».

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

O άστεγος που κέρδισε το Λόττο και έκανε κάτι σπουδαίο

O άστεγος που κέρδισε το Λόττο και έκανε κάτι σπουδαίοΟ Λάζλο Άντρασεκ, τον περασμένο Σεπτέμβριο βρισκόταν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Gyor. Είχε μόλις μερικά κέρματα στην τσέπη και αποφάσισε να αγοράσει ένα δελτίο Λόττο. Και ξαφνικά άλλαξαν όλα.
Το δελτίο κέρδισε και βρέθηκε με 1,7 εκατομμύρια ευρώ! Ο Λάζλο ήταν άνεργος και άστεγος και ξαφνικά η τύχη τού χαμογέλασε πλατιά. Άλλαξε τη ζωή του και πήρε μια υπέροχη πρωτοβουλία, που συγκίνησε όλο τον κόσμο. 


Πρώτα ξεπλήρωσε τα χρέη του και έτσι έδωσε στην οικογένειά του την ασφάλεια που χρειάζονταν, και μετά δώρισε μεγάλο μέρος των κερδών του για τη δημιουργία ενός κέντρου φροντίδας για τους αστέγους, τους αλκοολικούς και τις γυναίκες που έχουν υποστεί συζυγική κακοποίηση.

Όπως ήταν φυσικό, οι ουγγρικές εφημερίδες τον έκαναν πρωτοσέλιδο και η ιστορία του έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο. Και μάλιστα, όλα αυτά σε μια εποχή που το Κοινοβούλιο της Ουγγαρίας... απαγορεύει τη διαβίωση στον δημόσιο αστικό χώρο, προκαλώντας αντιδράσεις.

πηγή

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Γιώργος Σεφέρης: Πάνω σ'έναν ξένο στίχο

Ετυχισμένος πο κανε τ ταξίδι το δυσσέα.
Ετυχισμένος ν στ ξεκίνημα, νιωθε γερ τν ρματωσι
μις γάπης, πλωμένη μέσα στ κορμί του, σν τς
φλέβες που βουίζει τ αμα.

Μις γάπης μ κατέλυτο ρυθμό, κατανίκητης σν τ
μουσικ κα παντοτινς
γιατί γεννήθηκε ταν γεννηθήκαμε κα σν πεθαίνουμε,
ν πεθαίνει, δν τ ξέρουμε οτε μες οτε λλος κανείς.

Παρακαλ τ θε ν μ συντρέξει ν π, σ μι στιγμ
μεγάλης εδαιμονίας, ποι εναι ατ γάπη•
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος π τν ξενιτιά, κι κούω
τ μακριν βούισμά της, σν τν χ τς θάλασσας
πο σμιξε μ τ νεξήγητο δρολάπι.

Κα παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι κα πάλι, τ φάντασμα
το δυσσέα, μ μάτια κοκκινισμένα πό του
κυμάτου τν ρμύρα
κι π τ μεστωμένο πόθο ν ξαναδε τν καπν πο βγαίνει
π τ ζεστασι το σπιτιο του κα τ σκυλί του
πο γέρασε προσμένοντας στ θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας νάμεσα στ' σπρισμένα
του γένια, λόγια της γλώσσας μας, πως τ μιλοσαν
πρν τρες χιλιάδες χρόνια.
πλώνει μι παλάμη ροζιασμένη π τ σκοινι κα τ
δοιάκι, μ δέρμα δουλεμένο π τ ξεροβόρι π τν
κάψα κι π τ χιόνια.

Θ 'λεγες πς θέλει ν διώξει τν περάνθρωπο Κύκλωπα
πο βλέπει μ' να μάτι, τς Σειρνες πο σν τς κούσεις
ξεχνς, τ Σκύλλα κα τ Χάρυβδη π' νάμεσό μας•
τόσα περίπλοκα τέρατα, πο δέ μας φήνουν ν στοχαστομε
πς ταν κι ατς νας νθρωπος πο πάλεψε
μέσα στν κόσμο, μ τν ψυχ κα μ τ σμα.

Εναι μεγάλος δυσσέας• κενος πο επε ν γίνει τ ξύλινο λογο
κα o χαιο κερδίσανε τν Τροία.
Φαντάζομαι πς ρχεται ν μ' ρμηνέψει πς ν φτιάξω κι γ
να ξύλινο λογο γι ν κερδίσω τ δική μου Τροία.

Γιατί μιλ ταπειν κα μ γαλήνη, χωρς προσπάθεια,
λς μ γνωρίζει σν πατέρας
ετε σν κάτι γέρους θαλασσινούς, πο κουμπισμένοι στ
δίχτυα τους, τν ρα πο χειμώνιαζε κα θύμωνε γέρας,
μο λέγανε, στ παιδικά μου χρόνια, τ τραγούδι το ρωτόκριτου,
μ τ δάκρυα στ μάτια•
τότες πο τρόμαζα μέσα στν πνο μου κούγοντας
τν ντίδικη μορα τς ρετς ν κατεβαίνει τ μαρμαρένια σκαλοπάτια.

Μο λέει τ δύσκολο πόνο ν νιώθεις τ πανι το καραβιο σου φουσκωμένα π τ θύμηση κα τν ψυχή σου ν γίνεται τιμόνι.
Κα νά 'σαι μόνος, σκοτεινς μέσα στ νύχτα κα κυβέρνητος σν
τ' χερο στ' λώνι.

Τν πίκρα ν βλέπεις τος συντρόφους σου καταποντισμένους μέσα στ
στοιχεα, σκορπισμένους: ναν-ναν.
Κα πόσο παράξενα ντρειεύεσαι μιλώντας μ τος πεθαμένους,
ταν δ φτάνουν πι ο ζωντανο πο σο πομέναν.

Μιλ... βλέπω κόμη τ χέρια του πο ξέραν ν δοκιμάσουν v ταν
καλ σκαλισμένη στν πλώρη γοργόνα
ν μο χαρίζουν τν κύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα στν

καρδι το χειμώνα.

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Χρόνια Πολλά

Χρόνια Πολλά σε όλους εμάς για τους οποίους η ΑΓΑΠΗ δεν είναι μια απλή λέξη.