Πρέπει να γίνεις εσύ ήλιος για να φωτίσεις τους σβησμένους
ήλιους των άλλων.
Δεν υπάρχουν ιδέες , υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν
τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει.
Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν
την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου
χτυποκάρδι ...
Να μην αρνιέσαι τη νιότη σου ως τα βαθιά γεράματα, να
μάχεσαι σε όλη σου τη ζωή να μετουσιώσεις σε κατάκαρπο δέντρο την εφηβική σου
άνθηση, αυτός, θαρρώ, είναι ο δρόμος του ολοκληρωμένου ανθρώπου.
Έχουν να πουν πως άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται το
θάνατο. Όχι, σου λέω εγώ. Άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται την αθανασία.
Νιώθω σαν να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά
κεφάλια θα σπάσουν. Μα κάποια στιγμή, θα σπάσουν και τα σίδερα.
Άσφαλτα κατέχει η χωματένια αυτή μήτρα την αξία του κάθε
παιδιού της· κι όσο ανώτερη η ψυχή που έπλασε, τόσο και δυσκολότερη της
αναθέτει εντολή: να σώσει τον εαυτό του ή τη ράτσα του ή τον κόσμο· από την
πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη εντολή που σου αναθέτει διαβαθμίζεται η ψυχή σου.
Άστρα, πουλιά, σπόροι μέσα στο χώμα, όλα υπακούουν. Και μόνο
ο άνθρωπος σηκώνει κεφάλι και θέλει να παραβεί το νόμο και να μετατρέψει την υπακοή
σε ελευτερία. Γι’ αυτό κι απ’ όλα τα πλάσματα του Θεού αυτός μονάχα μπορεί κι
αμαρταίνει. Τι θα πει αμαρταίνει; χαλνάει την αρμονία.
Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα,
είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την
ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο
γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.
Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου
χτυποκάρδι ...
Δέν διαλέγεις αυτά που πιστεύεις.Αυτά διαλέγουν εσένα.
Πιστεύω στα αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πήρε ο Θεός
στους αιώνες και ξεκρίνω, πίσω από την άπαυτη ροή του, την απόλυτη ενότητα.
Ποτε μην αναγνωρισεις τα συνορα τ'ανθρωπου,να σπας τα
συνορα! Ν'αρνειεσαι οτι θωρουν τα ματια σου!
Να πεθαινεις και να λες:
Θανατος δεν υπαρχει
Ένας δρόμος, ένας μονάχα οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος.
Αν δε δει ο Θεός χέρι ανθρώπου, δε βάζει μήτε κι αυτός το
δικό του.
Σκύβω απάνω στο μερμήγκι, θωρώ μέσα στο γυαλιστερό μαύρο
μάτι του το πρόσωπο του Θεού.
Θεός είναι η ακατάλυτη δύναμη που μεταμορφώνει την ύλη σε
πνέμα. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του ένα κομμάτι από το θεϊκό αυτό στρόβιλο και
γι’ αυτό κατορθώνει να μετουσιώνει το ψωμί και το νερό και το κρέας και να το
κάνει στοχασμό και πράξη.
Δεν είναι νερό δροσερό ο Θεός, όχι, δεν είναι νερό δροσερό,
να το πιεις, να δροσερέψεις. Είναι φωτιά, και πρέπει να περπατάς απάνω της. Κι
όχι μονάχα να περπατάς, παρά, κι αυτό ’ναι το πιο δύσκολο, παρά και να
χορεύεις! Σίγουρα, ευτύς ως μπορέσεις να χορέψεις, η φωτιά γίνεται νερό
δροσάτο, μα ώσπου να φτάσεις ως εκεί τι αγώνας, τι αγωνία, Θεέ μου!
Νίκος Καζαντζάκης αποφθέγματα
Μια μέρα περνούσα από ένα χωριουδάκι. Ένας μπαμπόγερος
ενενήντα χρονών φύτευε μια μυγδαλιά. -Ε, παππούλη, του κάνω, μυγδαλιά φυτεύεις;
Κι αυτός, έτσι σκυμμένος που ήταν, στράφηκε και μου κάνει: -Εγώ, παιδί μου,
ενεργώ σα να ήμουν αθάνατος! -Κι εγώ, του αποκρίθηκα, ενεργώ σα νάταν να πεθάνω
την πάσα στιγμή. Ποιος από τους δυο μας είχε δίκιο, αφεντικό;
“ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ” Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Ο Καζαντζάκης ήταν ασκητής, προπολεμικά μαγείρευε Δευτέρα
και έτρωγε ως το Σάββατο από το ίδιο φαγητό, δεν είχε χρόνο να ξοδεύει, έτρωγε
μερικές κουταλιές και γι’ αυτό ήταν αδύνατος, πετσί και κόκαλο ήταν, δούλευε
τόσο πολύ που έλεγες “πώς διάολο αντέχει αυτός ο άνθρωπος;” Εφείδετο του χρόνου
του, ούτε ένα λεπτό δεν πήγαινε χαμένο, χωρίς δουλειά. Θυμάμαι πολύ καλά, μια
μέρα στην Αίγινα, όταν περνούσαμε από τα καφενεία που ήταν γεμάτα και μου
‘λεγε: “Όταν βλέπω αυτούς όλους τους νεοέλληνες, τους τεμπέληδες, που δεν
ξέρουν τι να κάνουν και κάθονται στο καφενείο και παίζουν τάβλι ή χαρτιά ή
κουβεντιάζουν, μου ‘ρχεται να τους σιμώσω, να τους απλώσω τις χούφτες και να
τους πω: Άνθρωποί μου, που δεν ξέρετε τι να τον κάνετε τον καιρό σας, δώστε τον
μου εμένα να τελειώσω το έργο μου και να σώσω την ανθρωπιά μου”.
Συνέντευξή του Νίκου Καζαντζάκη στον Γιάννη Μαγκλή