Η Όντρεϊ Χέπμπορν (4 Μαΐου 1929 – 20 Ιανουαρίου 1993) ήταν ηθοποιός αγγλικής και ολλανδικής καταγωγής, μια από τις πλέον φημισμένες παγκοσμίως τον 20ό αιώνα. Βραβευμένη με Όσκαρ και βραβείο Τόνυ, εμφανίστηκε σε πολυάριθμες παραγωγές του θεάτρου, του κινηματογράφου και σε παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ. Το 1999 κατετάγη στην τρίτη θέση της λίστας των μεγαλύτερων γυναικών σταρ όλων των εποχών από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Επίσης αποτέλεσε για πολλά χρόνια σύμβολο της μόδας, καθώς το στιλ της ήταν παροιμιώδους κομψότητας, ενώ αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής της σε ανθρωπιστικά έργα. Από το 1986 μέχρι και το θάνατό της υπηρέτησε ως Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της UNICEF και τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας για το έργο της.
Τα Πρώτα Χρόνια
Γεννημένη ως Όντρεϊ Καθλήν Ράστον σε έναν δήμο των Βρυξελλών του Βελγίου, ήταν το μοναδικό παιδί του Ιρλανδού τραπεζίτη Τζόζεφ Βίκτορ Άντονι Ράστον από τη δεύτερη σύζυγό του, την πρώην Βαρόνη Έλλα βαν Χέεμστρα, μια Ολλανδέζα αριστοκράτισσα που ήταν κόρη ενός πρώην κυβερνήτη της Ολλανδικής Γουιάνα. Ο πατέρας της αργότερα προσέθεσε το επώνυμο της γιαγιάς του από την πλευρά της μητέρας του, της Καθλήν Χέπμπορν, στο οικογενειακό επώνυμο. Οπότε το επώνυμο της Όντρεϊ έγινε Χέπμπορν – Ράστον. Είχε δύο ετεροθαλείς αδερφούς από τον πρώτο γάμο της μητέρας της με έναν Ολλανδό ευγενή. Ήταν απόγονος του Βασιλιά Εδουάρδου Γ' της Αγγλίας και του Σκωτζέζου βασιλικού συζύγου Τζέημς Χέπμπορν, 4ου κόμη του Μπόθγουελ, από τον οποίο ίσως να καταγόταν και η ηθοποιός Κάθριν Χέπμπορν.
Το γεγονός ότι ο πατέρας της εργαζόταν σε μια βρετανική ασφαλιστική εταιρία σήμαινε πως η οικογένεια θα έπρεπε να μετακομίζει ανάμεσα στις Βρυξέλλες, την Αγγλία και την Ολλανδία. Από το 1935 μέχρι το 1938 η Χέπμπορν φοίτησε σε μια ιδιωτική ακαδημία για κορίτσια στο Κεντ. Το 1935 οι γονείς της πήραν διαζύγιο και ο πατέρας της, που πρόσκειτο στους Ναζί, άφησε την οικογένεια (και οι δύο γονείς ήταν μέλη της Βρετανικής Φασιστικής Ενώσεως στα μέσα της δεκαετίας του 30 σύμφωνα με τη Γιούνιτι Μίτφορντ, φίλη της Έλλα και οπαδού του Αδόλφου Χίτλερ). Χρόνια μετά η ηθοποιός ανέφερε αυτήν την περίοδο ως την πιο τραυματική της ζωής της. Αργότερα εντόπισε τον πατέρα της στο Δουβλίνο διαμέσου του Ερυθρού Σταυρού. Διατήρησε επαφή μαζί του και τον υποστήριζε οικονομικά μέχρι και το θάνατό του. Το 1939 η μητέρα της πήρε την απόφαση να μετακομίσει μαζί με τα παιδιά της στο σπίτι του παππού τους στο Άρνεμ της Ολλανδίας. Η Έλλα πίστευε πως η Ολλανδία ήταν ασφαλής από γερμανική εισβολή. Η Χέπμπορν φοίτησε στο Κονσερβατόριο του Άρνεμ από το 1939 μέχρι και το 1945 όπου και μυήθηκε στο μπαλέτο μαζί με τα καθημερινά της μαθήματα.
Το 1940 οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ολλανδία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Χέπμπορν υιοθέτησε το ψεύτικο όνομα Ίντα βαν Χέεμστρα, αλλάζοντας τα έγγραφα της μητέρας της γιατί ένα όνομα που ακουγόταν έντονα αγγλικό θεωρήθηκε επικίνδυνο. Αυτό δεν ήταν ποτέ επίσημο νομικά όνομά της. Πρόκειται για απλή παράφραση του ονόματος της μητέρας της.
Μέχρι το 1944 η Χέπμπορν είχε εξελιχθεί σε πολύ καλή μπαλαρίνα. Μυστικά χόρευε σε συγκεντρώσεις για να μαζέψει χρήματα για την ολλανδική αντίσταση. Αργότερα δήλωσε πως «το καλύτερο κοινό που είχα ποτέ δεν έκανε τον παραμικρό ήχο στο τέλος της παράστασής μου».
Μετά την Απόβαση των Συμμαχικών Δυνάμεων στη Νορμανδία η κατάσταση δυσκόλεψε στη γερμανοκρατούμενη Ολλανδία. Κατά τη διάρκεια του λιμού το χειμώνα του 1944 οι Γερμανοί κρατούσαν την περιορισμένη τροφή και καύσιμη ύλη των Ολλανδών για τις δικές τους ανάγκες. Χωρίς θέρμανση στα σπίτια τους ούτε φαγητό, οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και το κρύο στους δρόμους. Η Χέπμπορν όπως και αρκετοί άλλοι αναγκάζονταν να φτιάχνουν αλεύρι από βολβούς τουλίπας για να φτιάξουν πίτες και μπισκότα. Το Άρνεμ καταστράφηκε κατά τη διάρκεια αεροπορικών επιδρομών. Ο θείος και ο ξάδερφος της μητέρας της Χέπμπορν εκτελέστηκαν μπροστά της γιατί έλαβαν μέρος στην Αντίσταση. Ο ετεροθαλής αδερφός της Ίαν πέρασε κάποιο διάστημα σε γερμανικό στρατόπεδο εργασίας. Υποφέροντας από υποσιτισμό, η Χέπμπορν ανέπτυξε οξεία αναιμία, αναπνευστικά προβλήματα και οίδημα.
Το 1991 η Χέπμπορν είπε: «Έχω αναμνήσεις. Περισσότερες από μία φορές βρέθηκα στο σταθμό βλέποντας τρένα γεμάτα Εβραίους που μεταφέρονταν, βλέποντας όλα αυτά τα πρόσωπα από την κορυφή του βαγονιού. Θυμάμαι πολύ έντονα, ένα μικρό αγόρι να στέκεται με τους γονείς του στην αποβάθρα, πολύ χλωμό, πολύ ξανθό, να φορά ένα παλτό πολύ μεγάλο για εκείνο, και μπήκε στο τρένο. Ήμουν ένα παιδί που παρατηρούσε ένα παιδί».
Η Χέπμπορν είχε επίσης πολλές ομοιότητες με την Άννα Φρανκ. «Είχα ακριβώς την ίδια ηλικία με την Άννα Φρανκ. Ήμαστε και οι δύο δέκα ετών όταν ξέσπασε ο πόλεμος και δεκαπέντε όταν έλαβε τέλος. Μου δόθηκε το βιβλίο στα Ολλανδικά, το 1946 από ένα φίλο – και με καταρράκωσε. Το κάνει σε πολλούς ανθρώπους όταν το διαβάζουν για πρώτη φορά αλλά εγώ δεν το διάβαζα σαν βιβλίο, σαν τυπωμένες σελίδες. Αυτή ήταν η ζωή μου. Δεν γνώριζα τι επρόκειτο να διαβάσω. Ποτέ δεν ήμουν η ίδια ξανά, με επηρέασε πολύ βαθιά».
«Είδαμε αντίποινα. Είδαμε νέους άντρες να τοποθετούνται μπροστά σε έναν τοίχο και να πυροβολούνται και έκλειναν το δρόμο και μετά τον άνοιγαν και μπορούσες να περάσεις και πάλι. Αν διαβάσεις το ημερολόγιο, σημείωσα ένα κομμάτι όπου γράφει «Πέντε όμηροι εκτελέστηκαν σήμερα». Ήταν η μέρα που εκτέλεσαν το θείο μου. Και στα λόγια αυτού του παιδιού διάβαζα αυτό που ήταν μέσα μου και ακόμη είναι εκεί. Ήταν μια κάθαρση για μένα. Αυτό το παιδί, το κλειδωμένο σε τέσσερις τοίχους, έγραψε μια πλήρη περιγραφή όσων έζησα και ένιωσα».
Εκείνη η εποχή δεν αποτελούταν μονάχα από μελανά σημεία και μπόρεσε να χαρεί και κομμάτι από την παιδική της ηλικία. Φτιάχνοντας και πάλι παραλληλισμούς με την Άννα Φρανκ η Χέπμπορν είπε: «Αυτό το πνεύμα επιβίωσης είναι τόσο δυνατό στα λόγια της Άννας Φρανκ. Σε μια στιγμή γράφει «Έχω πέσει σε μεγάλη κατάθλιψη». Την επόμενη πως θα ήθελε να καβαλήσει ένα ποδήλατο. Είναι σίγουρα σύμβολο του παιδιού σε πολύ δύσκολες περιστάσεις, που είναι αυτό στο οποίο αφιερώνω όλο μου το χρόνο. Υπερβαίνει το θάνατό της».
Μέρος του χρόνου της η Όντρεϊ το περνούσε ζωγραφίζοντας. Κάποια από τα σχέδιά της μπορεί να τα δει κανείς μέχρι τις μέρες μας.
Όταν η χώρα ελευθερώθηκε από τις Συμμαχικές Δυνάμεις ακολούθησαν τα καμιόνια της Διαχείρισης Ανακούφισης και Αναμόρφωσης των Ηνωμένων Εθνών. Η Χέπμπορν είπε σε μια σε μια συνέντευξη πως ήπιε ένα ολόκληρο τενεκεδάκι συμπυκνωμένου γάλατος και κατόπιν αρρώστησε από τα πρώτα της γεύματα γιατί έβαλε στο πιάτο της υπερβολικά πολλή ζάχαρη. Αυτές οι εμπειρίες την οδήγησαν στο να συμμετέχει στο έργο της UNICEF αργότερα στη ζωή της.
Η Αρχή της Καριέρας της
Το 1945 μετά τον πόλεμο η Χέπμπορν άφησε το Κονσερβατόριο του Άρνεμ και μετακόμισε στο Άμστερνταμ όπου παρακολούθησε μαθήματα μπαλέτου με τη Σόνια Γκάσκελ. Το 1948 η Χέπμπορν πήγε στο Λονδίνο και παρακολούθησε μαθήματα με την αναγνωρισμένη Μαρί Ράμπερτ. Η Χέπμπορν τελικά ρώτησε τη Ράμπερτ σχετικά με το μέλλον της. Εκείνη τη διαβεβαίωσε πως αν εξακολουθούσε να δουλεύει σκληρά εκεί θα είχε μια θαυμάσια καριέρα, αλλά εξαιτίας του ύψους της και της κακής διατροφής της κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν θα κατάφερνε να γίνει πρίμα μπαλαρίνα. Η Χέπμπορν εμπιστεύτηκε την κρίση της δασκάλας της και αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, μια καριέρα στην οποία είχε τουλάχιστον μια ευκαιρία να πετύχει. Αφού η Χέπμπορν έγινε διάσημη, η Ράμπερτ είπε σε μια συνέντευξη πως «ήταν θαυμάσια μαθήτρια. Αν είχε θελήσει να αντέξει στο χώρο, θα γινόταν εξαιρετική μπαλαρίνα». Δυστυχώς η μητέρα της Χέπμπορν εργαζόταν σαν υπηρέτρια για να στηρίζει την οικογένειά της. Η Χέπμπορν είχε ανάγκη τα χρήματα και έπρεπε να βρει δουλειά με απολαβές. Αφού όλη της τη ζωή είχε εκπαιδευτεί στο χώρο του θεάματος, η υποκριτική έμοιαζε το επόμενο λογικό βήμα. Είπε «χρειαζόμουν τα χρήματα. Με πλήρωναν τρεις λίρες παραπάνω σε σχέση με τις δουλειές μπαλέτου».
Η καριέρα της ως ηθοποιού ξεκίνησε με την εκπαιδευτική ταινία: «Dutch in Seven Lessons» (Ολλανδικά σε επτά μαθήματα). Έπειτα εμφανίστηκε σε μουσικές παραστάσεις όπως το «High Button Shoes» και «Sauce Piquante». Ο πρώτος της ρόλος στον κινηματογράφο ήταν στη βρετανική ταινία «One Wild Oat» όπου και υποδύθηκε μια ρεσεψιονίστ. Έπαιξε αρκετούς μικρούς ρόλους στις ταινίες «Young Wives’ Tale», «Laughter in Paradise», «The Lavender Hill Mob» και «Monte Carlo Baby». Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Monte Carlo Baby» η Χέπμπορν επιλέχτηκε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του Μπρόντγουεϊ με τίτλο «Gigi» που έκανε πρεμιέρα στις 24 Νοεμβρίου 1951 στο Θέατρο Φούλτον και διήρκεσε για 219 παραστάσεις. Η συγγραφέας Σιντονί – Γκαμπριέλ Κολέτ την πρώτη στιγμή που την είδε αναφώνησε: «voilà! Να η Gigi μας!». Κέρδισε ένα Βραβείο Theatre World για το ντεμπούτο της που παιζόταν με επιτυχία για έξι μήνες.
Η πρώτη αξιοπρόσεκτη εμφάνισή τη στον κινηματογράφο ήταν το 1952 στην ταινία «Secret People» όπου και υποδύθηκε μια σπουδαία μπαλαρίνα. Όπως ήταν φυσικό η Χέπμπορν έκανε η ίδια όλα τα χορευτικά που απαιτούνταν. Ο πρώτος της πρωταγωνιστικός ρόλος και μάλιστα σε Αμερικανική ταινία ήταν μαζί με τον Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία «Διακοπές στη Ρώμη» (Roman Holiday). Οι παραγωγοί αρχικά ήθελαν την Ελίζαμπεθ Τέιλορ για το ρόλο, αλλά ο σκηνοθέτης Γουίλιαμ Γουάιλερ εντυπωσιάστηκε τόσο με το δοκιμαστικό της Χέπμπορν (η κάμερα συνέχισε να γράφει και το υλικό που δείχνει τη Χέπμπορν να απαντά ερωτήσεις, χωρίς να γνωρίζει πως η συνομιλία καταγραφόταν, δείχνει το ταλέντο της), και την επέλεξε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Γουάιλερ είπε, «Είχε όλα όσα έψαχνα: γοητεία, αθωότητα και ταλέντο. Ήταν επίσης πολύ αστεία. Ήταν απολύτως μαγευτική, και είπαμε, “Αυτό είναι το κορίτσι!”».
Η ταινία επρόκειτο να έχει το όνομα του Γκρέγκορι Πεκ πάνω από τον τίτλο με μεγάλα γράμματα, αναγράφοντας «παρουσιάζοντας την Όντρει Χέπμπορν» από κάτω. Όταν τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν, ο Πεκ κάλεσε τον ατζέντη του και, προβλέποντας σωστά πως η Χέπμπορν θα κέρδιζε το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, για να αλλαχτεί η συμφωνία και να γραφτεί το όνομα της ηθοποιού επίσης πάνω από τον τίτλο και σε ίδια γραμματοσειρά με τη δική του. Η Χέπμπορν και ο Πεκ έγιναν φίλοι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, και φήμες τους ήθελαν να αναπτύσσουν ειδύλλιο. Και οι δύο το αρνήθηκαν. Η Χέπμπορν, ωστόσο, προσέθεσε, «για να πούμε την αλήθεια, πρέπει να είσαι και λίγο ερωτευμένη με το συμπρωταγωνιστή σου, και το αντίστροφο. Αν πρόκειται να απεικονίσεις την αγάπη, πρέπει να την αισθάνεσαι. Δεν μπορείς να το κάνεις με άλλο τρόπο. Μα δεν το μεταφέρεις εκτός πλατό». Εξαιτίας της άμεσης δημοσιότητας που της έφερε η ταινία «Roman Holiday», η εικόνα της Χέπμπορν τοποθετήθηκε στο εξώφυλλο για τις 7 Σεπτεμβρίου 1953 του περιοδικού TIME.
Η ερμηνεία της Χέπμπορν δέχτηκε πολύ καλές κριτικές. Ο Α.Χ. Γουέιλερ τόνισε στους New York Times, «Παρόλο που δεν είναι ακριβώς πρωτοεμφανιζόμενη στις ταινίες, η Όντρει Χέπμπορν, η Βρετανίδα ηθοποιός που πρωταγωνίστησε για πρώτη φορά με τον ρόλο της Πριγκίπισσας Άννας, έχει μια λεπτή και ποθητή ομορφιά ξωτικού, εναλλασσόμενα βασιλική και παιδική ενώ εκτιμά βαθιά τις καινούριες και απλές απολαύσεις και την αγάπη. Παρόλο που χαμογελά με θάρρος αναγνωρίζοντας το τέλος αυτής της σχέσης, παραμένει μια μοναχική φιγούρα άξια οίκτου που αντιμετωπίζει ένα ζοφερό μέλλον». Η Χέπμπορν αργότερα δήλωσε πως το «Roman Holiday» υπήρξε η αγαπημένη της ταινία, γιατί ήταν αυτή που την έκανε σταρ.
Μετά από γυρίσματα τεσσάρων μηνών για την ταινία αυτή, η Χέπμπορν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και για οχτώ μήνες έδινε παραστάσεις με το «Gigi». Το έργο ανέβηκε στο Λος Άντζελες και το Σαν Φρανσίσκο τον τελευταίο του μήνα. Στη Χέπμπορν δόθηκε ένα συμβόλαιο για επτά ταινίες με την Paramount με δώδεκα μήνες ανάμεσα στα γυρίσματα για τη δουλειά της στο σανίδι.
Τα Χρόνια της Δόξας
Μετά το «Διακοπές στη Ρώμη» εμφανίστηκε στην ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ με τίτλο «Γλυκειά μου Σαμπρίνα» στο πλευρό των Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και Γουίλιαμ Χόλντεν. Εστάλη στον σχεδιαστή υψηλής ραπτικής Ουμπέρ ντε Ζιβενσύ για να αποφασίσουν για τη γκαρνταρόμπα της. Όταν του ανακοίνωσαν πως «η δεσποινίς Χέπμπορν» επρόκειτο να τον επισκεφτεί, ο Ζιβενσύ περίμενε να δει την Κάθριν. Δεν απογοητεύτηκε με την Όντρει, ωστόσο, και έγιναν δια βίου φίλοι και συνεργάτες. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων για τη «Γλυκειά μου Σαμπρίνα», οι Χέπμπορν και Χόλντεν ερωτεύτηκαν και εκείνη τότε ήλπισε πως θα παντρευόταν και θα έκαναν παιδιά. Χάλασε όμως τη σχέση όταν ο Χόλντεν της αποκάλυψε πως είχε κάνει αγγειεκτομή.
Το 1954, η Όντρει επέστρεψε στο θέατρο για να υποδυθεί μια νύμφη του νερού στο έργο «Οντίν» στο πλάι του Μελ Φέρερ, τον οποίο και παντρεύτηκε αργότερα μες τη χρονιά. Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, η Χέπμπορν τιμήθηκε με τη Χρυσή Σφαίρα και το Βραβείο Όσκαρ για την ταινία «Διακοπές στη Ρώμη». Έξι εβδομάδες μετά το Όσκαρ, έλαβε το Βραβείο Τόνυ για την ερμηνεία της στο «Οντίν». Η Χέπμπορν είναι μια από τις μόλις τρεις ηθοποιούς που έλαβαν το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου και Τόνυ Καλύτερης Ηθοποιού την ίδια χρονιά (οι άλλες δύο είναι οι Σίρλεϋ Μπουθ και Έλλεν Μπέρστιν).
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, η Χέπμπορν δεν ήταν απλά μια από τις μεγαλύτερες σταρ του κινηματογράφου, αλλά και πρότυπο κομψότητας. Η αίσθηση του σικ που διέθετε θαυμάστηκε και αποτέλεσε αντικείμενο μίμησης ευρέως. Το 1955, βραβεύτηκε με τη Χρυσή Σφαίρα – World Film Favorite Female.
Αποτελώντας πλέον μια από τις δημοφιλέστερες ηθοποιούς, η Όντρει Χέπμπορν συμπρωταγωνίστησε με πολλούς μεγάλους άνδρες ηθοποιούς όπως ο Χάμφρει Μπόγκαρτ στη «Σαμπρίνα», ο Φρεντ Αστέρ στο «Αστείο Μουτράκι» (Funny Face), ο Μωρίς Σεβαλιέ και ο Γκάρι Κούπερ στο «Αριάν» (Love in the Afternoon), ο Τζωρτζ Πέπαρντ στο «Πρόγευμα στου Τίφαννυς» (Breakfast at Tiffany’s), ο Κάρι Γκραντ στο «Ραντεβού στο Παρίσι» (Charade), ο Ρεξ Χάρισον στο «Ωραία μου Κυρία» (My Fair Lady), ο Πήτερ Ο’ Τουλ στο «Πώς Να Κλέψετε Ένα Εκατομμύριο Δολλάρια» (How to Steal a Million) και ο Σων Κόννερυ στο «Το Ρόδο και το Βέλος» (Robin and Marian). Πολλοί από αυτούς τους άνδρες ήρθαν κοντά της. Ο Ρεξ Χάρισον αποκαλούσε την Όντρει αγαπημένη του παρτενέρ, ο Κάρι Γκραντ λάτρευε να την πειράζει και μάλιστα κάποτε είπε: «Το μόνο που θέλω για τα Χριστούγεννα είναι μια φωτογραφία ακόμη με την Όντρει Χέπμπορν». Ο Γκρέγκορι Πεκ έγινε δια βίου φίλος της. Μετά το θάνατό της, ο Πεκ με δάκρυα στα μάτια απήγγειλε μπροστά στην κάμερα το αγαπημένο της ποίημα, «Ατελείωτη Αγάπη» του Rabindranath Tagore. Μερικοί πιστεύουν ότι ο Μπόγκαρτ και η Χέπμπορν δεν τα πήγαιναν καλά, μα αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο Μπόγκαρτ τα πήγαινε καλά μαζί της όσο κανείς άλλος στο πλατό. Αργότερα η Χέπμπορν είπε: «Καμιά φορά είναι οι λεγόμενοι “σκληροί άντρες” μου τελικά είναι οι πιο στοργικοί, όπως υπήρξε ο Μπόγκι μαζί μου».
Το «Αστείο Μουτράκι» (Funny Face) του 1957 ήταν μια από τις διασκεδαστικότερες ταινίες για τη Χέμπον γιατί χόρεψε μαζί με τον Φρεντ Αστέρ. Από την άλλη η ταινία του 1959 «Η Ιστορία μιας Μοναχής» (The Nun’s Story) ήταν μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για εκείνη. Το Films in Review υποστήριξε πως, «η ερμηνεία της θα κάνει να σιωπήσουν για πάντα αυτά που την θεωρούν λιγότερο ηθοποιό και περισσότερο σύμβολο του σοφιστικέ παιδιού/γυναίκας. Η ερμηνεία της Αδερφής Λουκ είναι μια από τις μεγαλύτερες στη μεγάλη οθόνη».
Η Χόλλυ Γκολάιτλι της Χέπμπορν στην ταινία του 1961 «Πρόγευμα στου Τίφαννυς» (Breakfast at Tiffany’s) έγινε ένα χαρακτήρας σύμβολο του Αμερικανικού Σινεμά για τον 20ο αιώνα. Αποκάλεσε το ρόλο «τον πιο τζαζ της ζωής μου». Όταν ρωτήθηκε για την πρόκληση του ρόλου, απάντησε, «Είμαι εσωστρεφής. Το να υποδυθώ ένα εξωστρεφές κορίτσι ήταν το δυσκολότερο πράγμα που έκανα ποτέ». Στην ταινία φορούσε μοδάτα ρούχα που σχεδίασε η ίδια από κοινού με τον Ζιβενσύ και προσέθεσε ξανθιές ανταύγειες στα καστανά μαλλιά της, εμφάνιση που διατήρησε και εκτός οθόνης.
Η Χέπμπορν έτσι καθιερώθηκε σαν μια από τις δημοφιλέστερες σταρ του Χόλιγουντ. Η Μέρλιν Μονρόε δεν ήταν η μόνη που τραγούδησε "Happy Birthday, Mr. President" στον Πρόεδρο Τζον Κέννεντυ στα γενέθλιά του. Στα επόμενα (και τελευταία) γενέθλιά του στις 29 Μαΐου 1963, η Χέπμπορν, η αγαπημένη ηθοποιός του Προέδρου, του τραγούδησε "Happy Birthday, dear Jack".
Το 1963 η Χέπμπορν πρωταγωνίστησε στην ταινία «Charade», την πρώτη και τελευταία ταινία της με τον Κάρι Γκραντ, ο οποίος είχε στο παρελθόν αποσυρθεί από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους των ταινιών «Διακοπές στη Ρώμη» και «Σαμπρίνα». Το 1964, η Χέπμπορν έπαιξε στην ταινία «Ωραία μου Κυρία» (My Fair Lady) που θεωρήθηκε για την εποχή η περισσότερο αναμενόμενη ταινία μετά το «Όσα παίρνει ο άνεμος». Η Χέπμπορν έλαβε το ρόλο της Ελίζα Ντούλιτλ αντί για την τότε άσημη Τζούλι Άντριους, που είχε υποδυθεί πρώτη το ρόλο στο Μπρόντγουεϊ. Η απόφαση αυτή πάρθηκε πριν την επιλογή της Χέπμπορν για το ρόλο. Η τελευταία αρχικά τον αρνήθηκε και πρότεινε στον Τζακ Γουόρνερ να τον δώσει στην Άντριους, αλλά όταν την ενημέρωσαν πως θα ήταν εκείνη ή η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, που επίσης ήταν υποψήφια για το ρόλο, τον δέχτηκε. Σύμφωνα με ένα άρθρο στο περιοδικό Soundstage «όλοι συμφώνησαν πως αν δεν συμμετείχε η Τζούλι Άντριους στην ταινία, η Όντρει Χέπμπορν ήταν τέλεια επιλογή». Η Τζούλι Άντριους είχε να ολοκληρώσει την ταινία «Μαίρη Πόππινς», που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με το «Ωραία μου Κυρία». Η Χέπμπορν ηχογράφησε τραγούδια για το ρόλο, αλλά τελικά ανακάλυψε πως μια επαγγελματίας τραγουδίστρια, η Μάρνι Νίξον ντούμπλαρε όλα της τα τραγούδια. Έφυγε από το πλατό μόλις έμαθε τα νέα, αλλά επέστρεψε νωρίς το επόμενο πρωί για να απολογηθεί για τη συμπεριφορά της. Υλικό από τα αρχικά φωνητικά της Χέπμπορν υπάρχει μέχρι τις μέρες μας και συμπεριλήφθηκε σε ντοκιμαντέρ και στο DVD της ταινίας, αν και μέχρι σήμερα, μόνο τα φωνητικά της Νίξον κυκλοφόρησαν σε δίσκο και CD. Κάποια από τα αρχικά της φωνητικά διατηρήθηκαν στην ταινία, όπως το «Just You Wait» και κομμάτια από το «I Could Have Danced All Night». Όταν ρωτήθηκε για το ντουμπλάρισμα μιας ηθοποιού με τόσο χαρακτηριστικό τόνο στη φωνή, η Χέπμπορν σκυθρώπιασε και είπε: «Φαινόταν, έτσι δεν είναι; Και μετά ήταν ο Ρεξ, που ηχογράφησε όλα του τραγούδια ενώ έπαιζε... την επόμενη φορά». Μετά δάγκωσε τα χείλη για να μην συνεχίσει. Πέρα από το θέμα αυτό, πολλοί κριτικοί συμφώνησαν πως η ερμηνεία της ήταν εξαίσια.
Οι αντιγνωμίες γύρω από την επιλογή της Χέπμπορν στο καστ έφτασαν στο απόγειό τους στην απονομή των Βραβείων Όσκαρ για την σεζόν 1964-65, οπότε και η Χέπμπορν δεν έλαβε υποψηφιότητα καλύτερης ηθοποιού, ενώ η Άντριους ναι. Τα μίντια προσπάθησαν να προβάλλουν αυτή την αντιπαλότητα καθώς πλησίαζε η τελετή, παρόλο που και οι δύο γυναίκες αρνήθηκαν πως διατηρούσαν άσχημα αισθήματα η μία για την άλλη. Τελικά η Άντριους κέρδισε το βραβείο.
Η ταινία «Δύο για το Δρόμο» (Two for the Road) ήταν μια καινοτόμος ταινία με θέμα το διαζύγιο. Ο σκηνοθέτης Στάνλεϊ Ντόνεν είπε πως η Χέπμπορν ήταν περισσότερο ελεύθερη και χαρούμενη από κάθε άλλη φορά, και το απέδωσε στον Άλμπερτ Φίννεϋ[26]. Η ταινία «Περίμενε μέχρι να Νυχτώσει» (Wait Until Dark) ήταν δύσκολη ταινία. Ήταν μια ταινία τρόμου όπου η Χέπμπορν υποδυόταν μια τυφλή γυναίκα την οποία και τρομοκρατούσαν. Επιπροσθέτως, παραγωγός ήταν ο Μελ Φέρρερ και τα γυρίσματα έγιναν ενώ το ζευγάρι έπαιρνε διαζύγιο. Η Χέπμπορν λέγεται πως έχασε πολλά κιλά λόγω άγχους. Από την άλλη, βρήκε το συμπρωταγωνιστή της Ρίτσαρντ Κρέννα πολύ αστείο, και γελούσε πολύ παρέα με το σκηνοθέτη Τέρενς Γιανγκ. Η ερμηνεία της προτάθηκε για Όσκαρ.
Από το 1967 και μετά, έπειτα από δεκαπέντε ιδιαίτερα επιτυχημένα χρόνια στον κινηματογράφο, η Χέπμπορν έπαιζε μόνο περιστασιακά. Μετά το διαζύγιό της από τον Φέρρερ παντρεύτηκε τον Ιταλό ψυχίατρο Δρ. Αντρέα Ντόττι και απέκτησε ένα δεύτερο γιο μετά από μια δύσκολη εγκυμοσύνη που απαίτησε σχεδόν συνεχή παραμονή στο κρεβάτι. Μετά το χωρισμό της με τον Ντόττι, αποπειράθηκε μια επιστροφή, συμπρωταγωνιστώντας με τον Σων Κόνερρυ στην ταινία εποχής «Το Ρόδο και το Βέλος» (Robin and Marian) το 1976, που είχε σχετική επιτυχία. Ειπώθηκε πως απέρριψε ένα ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της μιας πρώην μπαλαρίνας στην ταινία «The Turning Point». Τελικά ο ρόλος δόθηκε στη Σίρλεϋ ΜακΛέιν. Η Χέπμπορν επέστρεψε τελικά στο σινεμά το 1979, πρωταγωνιστώντας στο «Γραμμή Αίματος» (Bloodline) του Σίντνεϋ Σέλντον. Ο συγγραφέας διασκεύασε το μυθιστόρημά του όταν επρόκειτο να μεταφερθεί στον κινηματογράφο, κάνοντας το χαρακτήρα της μεγαλύτερο σε ηλικία για να ταιριάζει στη δική της. Η ταινία στέφθηκε με αποτυχία τόσο στο box office όσο και στις κριτικές.
Ο τελευταίος πρωταγωνιστικός ρόλος της Χέπμπορν σε κινηματογραφική ταινία ήταν με τον Μπεν Γκαζάρα στην κωμωδία «They All Laughed», σε σκηνοθεσία Πήτερ Μπογκντάνοβιτς. Η ταινία επισκιάστηκε από τη δολοφονία ενός από τα αστέρια που συμμετείχαν, της φίλης του Μπογκντάνοβιτς, Ντόροθυ Στράττεν. Κυκλοφόρησε μετά το θάνατο της τελευταίας μα σε περιορισμένες προβολές. Το 1987, εμφανίστηκε με τον Ρόμπερτ Βάγκνερ σε μια τηλεταινία, «Love Among Thieves» που δανειζόταν στοιχεία από παλαιότερες ταινίες της ηθοποιού. Η τηλεταινία ήταν μέτρια επιτυχημένη, ενώ η Χέπμπορν είπε πως συμμετείχε απλώς για την προσωπική της ευχαρίστηση.
Η τελευταία εμφάνιση της Χέπμπορν, ένα καμεό πέρασμα, ήταν ένας άγγελος στην ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Always» το 1988. Τους τελευταίους μήνες της ζωής της, η Χέπμπορν ολοκλήρωσε δύο σχέδια: παρουσίασε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Gardens of the World with Audrey Hepburn», που έκανε πρεμιέρα στο κανάλι PBS τη μέρα του θανάτου της, και ηχογράφησε ένα άλμπουμ αφήγησης, το «Audrey Hepburn's Enchanted Tales», με αναγνώσεις κλασικών ιστοριών για παιδιά, με το οποίο κέρδισε μετά θάνατον το Βραβείο Γκράμι για το Καλύτερο Αφηγηματικό Άλμπουμ για Παιδιά.
Η ηθοποιός απέκτησε το δικό της αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας στο Χόλυγουντ, στην 1652 Vine Street.
Στις αρχές της δεκαετίας του 50 αρραβωνιάστηκε το νεαρό Τζέημς Χάνσεν. Το αποκαλούσε «έρωτα με την πρώτη ματιά», ωστόσο, μετά την πρόβα νυφικού και τον ορισμό της ημερομηνίας, αποφάσισε πως ο γάμος δεν είχε μέλλον, εξαιτίας των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων που θα τους κρατούσαν μακριά για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Η Χέπμπορν έκανε δύο γάμους, πρώτα με τον Αμερικανό Μελ Φέρρερ, και κατόπιν με τον Ιταλό γιατρό, Αντρέα Ντόττι. Με τον καθένα τους απέκτησε από έναν γιο – τον Σων με τον Φέρρερ το 1960, και τον Λούκα το 1970 από τον Ντόττι. Νονός του μεγαλύτερου είναι ο συγγραφέας A.Tζ. Κρόνιν, που έμενε κοντά στη Χέπμπορν στη Λουκέρνη.
Η Χέπμπορν συνάντησε τον Φέρρερ σε ένα πάρτυ του Γκρέγκορι Πεκ. Τον είχε δει στην ταινία «Lili» και την αιχμαλώτισε η ερμηνεία του. Ο Φέρρερ κατόπιν της έστειλε το σενάριο για το έργο «Οντίν» και η Χέπμπορν δέχτηκε το ρόλο. Οι πρόβες ξεκίνησαν το Ιανουάριο του 1954 και οι δυο τους παντρεύτηκαν στις 24 Σεπτεμβρίου. Η Χέπμπορν υποστήριξε πως ήταν αχώριστοι και πολύ ευτυχισμένοι μαζί, παρά την εμμονή των σκανδαλοθηρικών εντύπων που προέβλεπαν πως ο γάμος θα είχε ημερομηνία λήξης. Ωστόσο παραδέχτηκε πως εκείνος ήταν κυκλοθυμικός. Σύμφωνα με τις φήμες ο Φέρρερ ήθελε υπερβολικά να την ελέγχει. Ο Γουίλιαμ Χόλντεν είχε δηλώσει: «Πιστεύω πως η Όντρει επιτρέπει στο Μελ να νομίζει πως την επηρεάζει».
Η Χέπμπορν απέβαλε δύο φορές, με την πρώτη να λαμβάνει χώρα το Μάρτη του 1955. Το 1959, στα γυρίσματα της ταινίας «Οι Ασυγχώρητοι» (The Unforgiven), έσπασε την πλάτη της όταν πέφτοντας από άλογο χτύπησε σε πέτρα. Πέρασε εβδομάδες στο νοσοκομείο και αργότερα απέβαλε, γεγονός που αποδόθηκε σε φυσική και ψυχολογική πίεση. Ενώ ξεκουραζόταν στο σπίτι, ο Μελ της έφερε το ελάφι από την ταινία «Green Mansions» για να το κρατήσει σα κατοικίδιο. Το ονόμασαν Ιπ, υποκοριστικό του Πίππιν. Το 1965, απέβαλε για δεύτερη φορά. Η Χέπμπορν ήταν πολύ πιο προσεκτική όταν ήταν έγκυος με τον Λούκα το 1969. Ξεκουραζόταν για μήνες και περνούσε τον καιρό της ζωγραφίζοντας προτού γεννήσει τελικά με καισαρική. Τέλος απέβαλε ακόμη μια φορά, το 1974. Η Χέπμπορν είναι διάσημη για το ποίημα «Time Tested Beauty Tips», το οποίο και συνήθιζε να λέει στους γιους της. Το ποίημα περιλαμβάνει στίχους όπως: «Για όμορφα μαλλιά, άφηνε ένα παιδί να περνά ανάμεσά τους τα δάχτυλά του μια φορά τη μέρα» και «Για μια κομψή σιλουέτα, μοιράσου το φαγητό σου με τους πεινασμένους». Το ποίημα αποδίδεται συχνά σε εκείνη, ωστόσο στην πραγματικότητα γράφτηκε από τον Σαμ Λέβενσον.
Η Χέπμπορν είχε αρκετά κατοικίδια, ανάμεσα στα οποία ήταν ένα Τεριέ του Γιόρκσαϊρ που ονομάστηκε Mr. Famous και το οποίο πέθανε όταν το χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Για να της φτιάξει το κέφι ο Φέρρερ της χάρισε ένα άλλο Γιόρκσαϊρ με το όνομα Assam of Assam. Επίσης κράτησε τον Ιπ. Έφτιαξαν για αυτόν ένα κρεβάτι από μια μπανιέρα. Ο Σων Φέρρερ είχε ένα Κόκερ Σπάνιελ με το όνομα Κόκι. Σε μεγαλύτερη ηλικία, η Χέπμπορν είχε δύο Τεριέ Τζακ Ράσελ.
Ο γάμος της με τον Φέρρερ κράτησε 14 χρόνια, μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου 1968. Σύμφωνα με το γιο τους η Χέπμπορν διατήρησε το γάμο για πάρα πολύ. Τα τελευταία χρόνια του γάμου, ο Φέρρερ σύμφωνα με τις φήμες βρήκε ερωμένη, ενώ η Χέπμπορν ειπώθηκε πως είχε δεσμό με τον νεότερο συμπρωταγωνιστή της στο «Δύο για το Δρόμο», Άλμπερτ Φίννεϋ. Διέψευσε τις φήμες, αλλά ο σκηνοθέτης Στάνλεϋ Ντόνεν είπε ρίχνοντας λάδι στη φωτιά: «με τον Άλμπερτ Φίννεϋ ήταν μια διαφορετική γυναίκα. Αυτή και ο Άλμπι είχαν κάτι υπέροχο, ήταν σαν ζευγάρι από παιδιά. Όταν ο Μελ απουσίαζε από το πλατό, έλαμπαν. Όταν ο Μελ ήταν εκεί, ήταν αστείο. Η Όντρεϊ και ο Άλμπι φέρονταν επίσημα και με αμηχανία». Το ζευγάρι χώρισε προτού πάρει διαζύγιο. Αυτή την περίοδο η Χέπμπορν έχασε βάρος. Γνώρισε τον Ιταλό ψυχίατρο Αντρέα Ντόττι σε μια κρουαζιέρα και τον ερωτεύτηκε σε μια εκδρομή σε κάποια ελληνικά ερείπια. Πίστευε πως θα αποκτούσε πολλά παιδιά, και ίσως πως θα σταματούσε να δουλεύει. Παντρεύτηκαν στις 18 Ιανουαρίου 1969. Αν και ο Ντόττι αγαπούσε τη Χέπμπορν και ήταν συμπαθής στον Σων, που τον θεωρούσε αστείο, ο Ντόττι διατηρούσε δεσμούς με νεότερες γυναίκες. Ο γάμος κράτησε 13 χρόνια και τελείωσε το 1982, όταν ο Σων και ο Λούκα ήταν αρκετά μεγάλοι για να τα καταφέρουν σε μια ζωή με μια ανύπαντρη μητέρα. Παρόλο που η Χέπμπορν είχε διακόψει κάθε επαφή με το Φέρρερ (του μίλησε μονάχα δυο φορές στο υπόλοιπο της ζωής της, στην αποφοίτηση του Σων και στον πρώτο του γάμο), κράτησε επαφή με τον Ντόττι για το καλό του Λούκα.
Την περίοδο που πέθανε, η Χέπμπορν είχε δεσμό με τον Ρόμπερτ Γουόλντερς, έναν όμορφο Ολλανδό ηθοποιό, χήρο της ηθοποιού Μέρλε Όμπερον. Τον γνώρισε μέσω ενός φίλου, στα τελευταία χρόνια του γάμου της με τον Ντόττι. Όταν το διαζύγιο οριστικοποιήθηκε, εκείνη και ο Γουόλτερς ξεκίνησαν την κοινή τους ζωή, παρόλο που δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Το 1989, μετά από εννέα χρόνια μαζί του, τα αποκάλεσε τα πιο ευτυχισμένα της ζωής της. «Μου πήρε πολύ καιρό», είπε σε μια συνέντευξη με τη Μπάρμπαρα Γουόλτερς. Η δημοσιογράφος τη ρώτησε γιατί δεν παντρεύτηκαν. Η Χέπμπορν απάντησε πως είχαν παντρευτεί αλλά όχι επισήμως. Σχεδίαζαν μαζί τα ταξίδια για τη UNICEF. Σε καθένα από τους λόγους της, εκείνος παρακολουθούσε και καμιά φορά δάκρυζε.
Θάνατος
Το 1992, όταν η Χέπμπορν επέστρεψε στην Ελβετία μετά το ταξίδι στη Σομαλία, άρχισε να νιώθει πόνους στην υπογάστρια περιοχή. Πήγε σε ειδικούς αλλά τα αποτελέσματα των εξετάσεων δεν ήταν ξεκάθαρα. Οπότε αποφάσισε να κάνει εξετάσεις κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο Λος Άντζελες τον Οκτώβρη. Την 1 Νοεμβρίου οι γιατροί έκαναν λαπαροσκοπική επέμβαση και ανακάλυψαν καρκίνο στην περιοχή αυτή που είχε εξαπλωθεί από την σκωληκοειδή απόφυση. Είχε αναπτυχθεί αργά με το πέρασμα πολλών ετών, και κάνοντας μετάσταση δεν προξένησε όγκο, αλλά σαν λεπτό περίβλημα του λεπτού εντέρου. Οι γιατροί την εγχείρησαν και της έκαναν χημειοθεραπεία. Τα φάρμακα δεν ήταν αρκετά για να κάνουν τον πόνο να εξαφανιστεί, οπότε την 1 Δεκεμβρίου έκανε δεύτερη επέμβαση. Μετά από μια ώρα, ο γιατρός διέγνωσε πως ο καρκίνος είχε εξαπλωθεί πάρα πολύ για να μπορέσει να αφαιρεθεί.
Καθώς η Χέπμπορν δεν θα μπορούσε να αντέξει μια πτήση με κανονικό αεροπλάνο, ο Ζιβενσύ κανόνισε να της στείλει η Μπάνι Μέλλον το ιδιωτικό της τζετ στο Λος Άντζελες για να τη μεταφέρει στο σπίτι της στην Ελβετία. Η Μέλλον γέμισε την καμπίνα με λουλούδια. Η Όντρεϊ Χέπμπορν απεβίωσε στις 20 Ιανουαρίου 1993 στο Tolochenaz της Ελβετίας και κηδεύτηκε εκεί. Ήταν εξήντα τριών ετών.
πηγή
Το 1986 η Χέπμπορν έγινε Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως και
παρέμεινε ως τον θάνατό της, το 1993.
Συνέβαλε στην Unicef από το 1954 και μεταξύ των ετών 1988
και 1992 εργάστηκε σε μερικές από τις πιο μειονεκτούσες κοινότητες της Αφρικής,
της Νότιας Αμερικής και της Ασίας μεταξύ των ετών 1988 και 1992.
Παρόλο που είχε συνεργαστεί με τη UNICEF και τη δεκαετία του
’50, ξεκινώντας το 1954 με παρουσιάσεις στο ραδιόφωνο, τώρα αφιερώθηκε σε πολύ
μεγαλύτερο βαθμό. Αυτοί που ήταν κοντά της λένε πως η σκέψη του θανάτου
πάμφτωχων αβοήθητων παιδιών την απορρόφησε εντελώς. Η πρώτη της αποστολή ήταν
στην Αιθιοπία το 1988. Επισκέφτηκε ένα ορφανοτροφείο στο Μεκ’ελε που
φιλοξενούσε 500 παιδιά που λιμοκτονούσαν, για τα οποία η UNICEF έστειλε φαγητό.
Από το ταξίδι, είπε έπειτα, «Η καρδιά μου ράγισε. Αισθάνομαι απελπισία. Δεν
αντέχω στην ιδέα πως δύο εκατομμύρια άνθρωποι είναι σε άμεσο κίνδυνο θανάτου
από ασιτία, πολλοί από τους οποίους παιδιά, και όχι γιατί δεν υπάρχουν τόνοι
φαγητού που απλά κάθονται στο βόρειο λιμάνι της Σόα. Δεν μπορεί να διανεμηθεί. Την
περασμένη άνοιξη, ο Ερυθρός Σταυρός και οι εργάτες της UNICEF διατάχθηκαν να
εγκαταλείψουν τις βόρειες επαρχίες γιατί συνέβαιναν ταυτόχρονα δύο εμφύλιοι
πόλεμοι... Πήγα σε μια επαναστατημένη χώρα και είδα μητέρες με τα παιδιά τους
που εργάστηκαν για δέκα μέρες, ακόμη και τρεις εβδομάδες, ψάχνοντας για φαγητό,
εγκατεστημένοι στην έρημο σε κατασκηνώσεις όπου και ίσως πεθάνουν. Αποτρόπαιο.
Αυτή η εικόνα είναι πολλή για να την αντέξω. “Τρίτος Κόσμος” είναι ένας όρος
που δεν μου αρέσει πολύ, επειδή είμαστε όλοι ένας κόσμος. Θέλω οι άνθρωποι να
γνωρίζουν πως το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας υποφέρει».
Τον Αύγουστο του 1988, η Χέπμπορν πήγε στην Τουρκία σε μια
εκστρατεία ανοσοποίησης. Αποκάλεσε την Τουρκία το «ομορφότερο παράδειγμα» των
δυνατοτήτων της UNICEF. Από το ταξίδι, είπε, «ο στρατός μας έδωσε φορτηγά, οι
ψαροπώλες μας έδωσαν τα καρότσια τους για τα εμβόλια, και όταν η ημερομηνία
ορίστηκε, μας πήρε δέκα ημέρες για να εμβολιάσουμε όλη τη χώρα. Όχι κι άσχημα».
Τον Οκτώβριο, η Χέπμπορν πήγε στη Νότια Αμερική. Στη
Βενεζουέλα και το Εκουαδόρ, η Χέπμπορν είπε στο Κογκρέσο, «Είδα μικροσκοπικές
κοινότητες στα βουνά, φτωχογειτονιές και τενεκεδουπόλεις να λαμβάνουν συστήματα
ύδρευσης από κάποιο θαύμα – και το θαύμα είναι η UNICEF. Είδα αγόρια να χτίζουν
το δικό τους σχολείο με τούβλα και τσιμέντο που παρείχε η UNICEF».
«Όποιος δεν πιστεύει στα θαύματα δεν είναι ρεαλιστής. Είδα το θαύμα του νερού το οποίο η UNICEF βοήθησε να γίνει πραγματικότητα. Όπου για αιώνες οι γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια περπατούσαν μίλια για να φέρουν νερό, τώρα έχουν καθαρό πόσιμο νερό κοντά στα σπίτια τους. Το νερό είναι ζωή, και το καθαρό νερό τώρα σημαίνει υγεία για τα παιδιά αυτού του χωριού».
Η Χέπμπορν περιόδευσε στην Κεντρική Αμερική το Φεβρουάριο
του 1989 και συναντήθηκε με πολιτικούς αρχηγούς στην Ονδούρα, το Ελ Σαλβαδόρ
και τη Γουατεμάλα. Τον Απρίλιο η Χέπμπορν επισκέφτηκε το Σουδάν με τον
Γουόλντερς ως μέρος μιας αποστολής με τίτλο «Operation Lifeline». Εξαιτίας του
εμφυλίου πολέμου, η παροχή φαγητού από συνεργεία βοήθειας είχε διακοπεί. Η
αποστολή ήταν να μεταφέρει φαγητό στο νότιο Σουδάν. Είπε: «Δεν είδα παρά μια
αλήθεια που έλαμπε: Αυτές δεν είναι φυσικές καταστροφές, αλλά τραγωδίες από
ανθρώπινο χέρι για τις οποίες υπάρχει μόνο μια λύση από ανθρώπινο χέρι – η
ειρήνη».
Τον Οκτώβριο, η Χέπμπορν και ο Γουόλντερς πήγαν στο
Μπαγκλαντές. Ο Τζον Άιζακ, ένας φωτογράφος των Ηνωμένων Εθνών, είπε: «Πολλές
φορές τα παιδιά ήταν καλυμμένα με μύγες, μα εκείνη απλά πήγαινε και τα
αγκάλιαζε. Δεν το είχα ποτέ ξαναδεί. Άλλοι ένιωθαν κάποιο δισταγμό, αλλά εκείνη
απλά τα άρπαζε. Τα παιδιά έρχονταν να της κρατήσουν το χέρι».
Τον Οκτώβριο του 1990, η Χέπμπορν πήγε στο Βιετνάμ σε μια
προσπάθεια να συνεργαστεί με την κυβέρνηση για την εθνική ανοσοποίηση και
παροχή καθαρού νερού, ένα πρόγραμμα που υποστήριξε η UNICEF.
Το Σεπτέμβριο του 1992, τέσσερις μήνες πριν το θάνατό της, η
Χέπμπορν πήγε στη Σομαλία. Αποκάλεσε το θέαμα «της Αποκάλυψης» και είπε:
«Περπατούσα σε έναν εφιάλτη. Είχα δει το λιμό στην Αιθιοπία και το Μπαγκλαντές,
μα τίποτα σαν και αυτό – πολύ χειρότερο από ό,τι θα μπορούσα να φανταστώ. Δεν
ήμουν προετοιμασμένη γι΄ αυτό. Η γη είναι κόκκινη – ένα πρωτόγνωρο θέαμα – αυτό
το βαθύ κόκκινο της τερακότα. Και βλέπεις τα χωριά, τα προσφυγικά στρατόπεδα,
και η γη είναι ρυτιδωμένη γύρω τους σαν το βυθό του ωκεανού. Και αυτά ήταν οι
τάφοι. Υπήρχαν τάφοι παντού. Κατά μήκος του δρόμου, γύρω από τα μονοπάτια που
έπαιρνες, κατά μήκος των ποταμών, κοντά σε κάθε στρατόπεδο – υπήρχαν τάφοι
παντού».
Παρόλο που πληγώθηκε από αυτά που είδε, η Χέπμπορν ακόμη
ήταν γεμάτη ελπίδα.
«Το να φροντίζεις παιδιά δεν έχει να κάνει τίποτα με την
πολιτική. Πιστεύω πως ίσως με τον καιρό, αντί να υπάρχει πολιτικοποίηση της
ανθρωπιστικής βοήθειας, θα έρθει εξανθρωπισμός της πολιτικής».
Η αναγνωρισμένη ως η πιο όμορφη γυναίκα του αιώνα, είχε πει:
«Η ομορφιά μιας γυναίκας δεν βρίσκεται στην κατάσταση του προσώπου
της, αλλά η αληθινή ομορφιά σε μια γυναίκα αντανακλάται στην ψυχή της. Πρόκειται
για την φροντίδα που στοργικά δίνει με το πάθος που δείχνει εκείνη. Η ομορφιά
μιας γυναίκας μεγαλώνει με την πάροδο των ετών.»
Στα τέλη του 1992 της απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, σε αναγνώριση του έργου της ως Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της UNICEF.
Άλλα το πραγματικό της Θείο δώρο που ζήταγε η ψυχή της να δίνει
και να πάρει ήταν η Αγάπη.
«Γεννήθηκα με μια τεράστια ανάγκη για αγάπη και μια τρομερή
ανάγκη να την δίνω.»
Για πάντα στις καρδιές μας για την ομορφιά της ψυχής
της!