Καλό μας μήνα που μπαίνει δίχως τον χοντρό που βγαίνει! Δεν
το κατάλαβε ότι ο ίδιος είναι ο εργολάβος της διάλυσης στο ΠΑΣΟΚ (μια που ξέρει
καλά και εργολάβους και από εργολαβίες…) Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. το εκφράζει η βάση του και
μόνο με αυτήν γίνεται Πραγματικό Σοσιαλιστικό Κινημα! Μέχρι τότε αυτός που
κουτσούλισε και δεν ψήφισε χθες καν αυτά που έδωσε σαν γραμμή κόμματος, να αυτοδιαγραφεί.
Αυτό είναι το σωστό- να δώσει πρώτος το παράδειγμα! Αλλιώς, αναιρεί μόνος του
τον εαυτό του! Αν δεν το κατάλαβε η «ευφυΐα», ας περιμένουν πολλοί η λίγοι στην
ουρά του μονόφθαλμου για μια υπουργική καρέκλα, την σωστή απάντηση θα τους την
δώσει ο λαός! Γιατί μόνο αυτός είναι κινητήρια δύναμη όλων που είναι στην πράξη
σοσιαλιστές και δημοκράτες!
«Το μέλλον ανήκει σε αυτούς που πιστεύουν στην ομορφιά των ονείρων τους.» Ελιονορ Ρούσβελτ
Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012
Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012
Ένα χρόνο μετά
Ένα χρόνο μετά, 2 εκλογές μετά, 3 πρωθυπουργούς μετά, το
δημοψήφισμα εξακολουθεί να είναι η μόνη πραγματική απάντηση στο αδιέξοδο της
χώρας.
“Έχουμε ανάγκη αλλά έχουμε και όρια. Και τα όρια της
αξιοπρέπειάς μας δεν τα διαπραγματευόμαστε με κανέναν. Εντολές παίρνουμε μόνο
από τον ελληνικό λαό.”
Γεώργιος Α. Παπανδρέου Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012
Πρέπει να γίνεις εσύ ήλιος για να φωτίσεις τους σβησμένους ήλιους των άλλων
Πρέπει να γίνεις εσύ ήλιος για να φωτίσεις τους σβησμένους
ήλιους των άλλων.
Δεν υπάρχουν ιδέες , υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν
τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει.
Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν
την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου
χτυποκάρδι ...
Να μην αρνιέσαι τη νιότη σου ως τα βαθιά γεράματα, να
μάχεσαι σε όλη σου τη ζωή να μετουσιώσεις σε κατάκαρπο δέντρο την εφηβική σου
άνθηση, αυτός, θαρρώ, είναι ο δρόμος του ολοκληρωμένου ανθρώπου.
Έχουν να πουν πως άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται το
θάνατο. Όχι, σου λέω εγώ. Άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται την αθανασία.
Νιώθω σαν να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά
κεφάλια θα σπάσουν. Μα κάποια στιγμή, θα σπάσουν και τα σίδερα.
Άσφαλτα κατέχει η χωματένια αυτή μήτρα την αξία του κάθε
παιδιού της· κι όσο ανώτερη η ψυχή που έπλασε, τόσο και δυσκολότερη της
αναθέτει εντολή: να σώσει τον εαυτό του ή τη ράτσα του ή τον κόσμο· από την
πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη εντολή που σου αναθέτει διαβαθμίζεται η ψυχή σου.
Άστρα, πουλιά, σπόροι μέσα στο χώμα, όλα υπακούουν. Και μόνο
ο άνθρωπος σηκώνει κεφάλι και θέλει να παραβεί το νόμο και να μετατρέψει την υπακοή
σε ελευτερία. Γι’ αυτό κι απ’ όλα τα πλάσματα του Θεού αυτός μονάχα μπορεί κι
αμαρταίνει. Τι θα πει αμαρταίνει; χαλνάει την αρμονία.
Δέν διαλέγεις αυτά που πιστεύεις.Αυτά διαλέγουν εσένα.
Πιστεύω στα αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πήρε ο Θεός
στους αιώνες και ξεκρίνω, πίσω από την άπαυτη ροή του, την απόλυτη ενότητα.
Ποτε μην αναγνωρισεις τα συνορα τ'ανθρωπου,να σπας τα
συνορα! Ν'αρνειεσαι οτι θωρουν τα ματια σου!
Να πεθαινεις και να λες:
Θανατος δεν υπαρχει
Ένας δρόμος, ένας μονάχα οδηγάει στο Θεό, ο ανήφορος.
Αν δε δει ο Θεός χέρι ανθρώπου, δε βάζει μήτε κι αυτός το
δικό του.
Σκύβω απάνω στο μερμήγκι, θωρώ μέσα στο γυαλιστερό μαύρο
μάτι του το πρόσωπο του Θεού.
Θεός είναι η ακατάλυτη δύναμη που μεταμορφώνει την ύλη σε
πνέμα. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του ένα κομμάτι από το θεϊκό αυτό στρόβιλο και
γι’ αυτό κατορθώνει να μετουσιώνει το ψωμί και το νερό και το κρέας και να το
κάνει στοχασμό και πράξη.
Δεν είναι νερό δροσερό ο Θεός, όχι, δεν είναι νερό δροσερό,
να το πιεις, να δροσερέψεις. Είναι φωτιά, και πρέπει να περπατάς απάνω της. Κι
όχι μονάχα να περπατάς, παρά, κι αυτό ’ναι το πιο δύσκολο, παρά και να
χορεύεις! Σίγουρα, ευτύς ως μπορέσεις να χορέψεις, η φωτιά γίνεται νερό
δροσάτο, μα ώσπου να φτάσεις ως εκεί τι αγώνας, τι αγωνία, Θεέ μου!
Νίκος Καζαντζάκης αποφθέγματα
Μια μέρα περνούσα από ένα χωριουδάκι. Ένας μπαμπόγερος
ενενήντα χρονών φύτευε μια μυγδαλιά. -Ε, παππούλη, του κάνω, μυγδαλιά φυτεύεις;
Κι αυτός, έτσι σκυμμένος που ήταν, στράφηκε και μου κάνει: -Εγώ, παιδί μου,
ενεργώ σα να ήμουν αθάνατος! -Κι εγώ, του αποκρίθηκα, ενεργώ σα νάταν να πεθάνω
την πάσα στιγμή. Ποιος από τους δυο μας είχε δίκιο, αφεντικό;
“ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ” Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Ο Καζαντζάκης ήταν ασκητής, προπολεμικά μαγείρευε Δευτέρα
και έτρωγε ως το Σάββατο από το ίδιο φαγητό, δεν είχε χρόνο να ξοδεύει, έτρωγε
μερικές κουταλιές και γι’ αυτό ήταν αδύνατος, πετσί και κόκαλο ήταν, δούλευε
τόσο πολύ που έλεγες “πώς διάολο αντέχει αυτός ο άνθρωπος;” Εφείδετο του χρόνου
του, ούτε ένα λεπτό δεν πήγαινε χαμένο, χωρίς δουλειά. Θυμάμαι πολύ καλά, μια
μέρα στην Αίγινα, όταν περνούσαμε από τα καφενεία που ήταν γεμάτα και μου
‘λεγε: “Όταν βλέπω αυτούς όλους τους νεοέλληνες, τους τεμπέληδες, που δεν
ξέρουν τι να κάνουν και κάθονται στο καφενείο και παίζουν τάβλι ή χαρτιά ή
κουβεντιάζουν, μου ‘ρχεται να τους σιμώσω, να τους απλώσω τις χούφτες και να
τους πω: Άνθρωποί μου, που δεν ξέρετε τι να τον κάνετε τον καιρό σας, δώστε τον
μου εμένα να τελειώσω το έργο μου και να σώσω την ανθρωπιά μου”.
Συνέντευξή του Νίκου Καζαντζάκη στον Γιάννη Μαγκλή
Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012
Ποιοι είναι οι πραγματικοί υπάνθρωποι;
Σήμερα, ημέρα επετείου της μνήμης της Rosa Parks (δες την
προηγουμένη δημοσίευση), ένα έγχρωμο κορίτσι, η Σαρμίκα Μόφιτ 20 ετών,
χαροπαλεύει στο νοσοκομείο με 60% εγκαύματα που τα προκάλεσαν μέλη της Κου
Κλουξ Κλαν, την Κυριακή στη Λουιζιάνα, στις νότιες ΗΠΑ. Τρεις άνδρες την
περιέλουσαν με εύφλεκτο υγρό και της έβαλαν φωτιά, ενώ στη συνέχεια έγραψαν τα
γράμματα «ΚΚΚ» --τα αρχικά της Κου Κλουξ Κλαν-- στο αυτοκίνητό της, όπως
αναφέρουν σήμερα τα τοπικά μέσα ενημέρωσης. Η επίθεση εναντίον της νεαρής έχει
προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στις ΗΠΑ, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης,
όπου πολλοί ισχυρίζονται ότι η Μόφιτ δέχθηκε την επίθεση επειδή φορούσε ένα
μπλουζάκι του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα. Ο σερίφης της περιοχής,
επιβεβαίωσε ότι στο αυτοκίνητο του θύματος άγνωστοι είχαν γράψει τα αρχικά
«ΚΚΚ» και ρατσιστικές προσβολές, όπως ανέφερε το τηλεοπτικό δίκτυο KLTV στον
ιστότοπό του.
Ποιοι είναι οι πραγματικοί υπάνθρωποι;;; Ας αναρωτηθούν και
εδώ αυτοί που ψήφισαν την Χρυσή Αυγή, σαν κόμμα “αδελφό” της Κου Κλουξ Κλαν
(όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι στις ΗΠΑ).
Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012
24/10/1963: Η Σουηδική Ακαδημία τιμά τον Γιώργο Σεφέρη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας
H ομιλία του Γιώργου Σεφέρη, λόγω της βράβευσής του με το βραβείο Νόμπελ, στις 24 Οκτωβρίου 1963.
Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία, έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγνώμη που ζητώ πρώτα –πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.
Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «… θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε …». Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος. είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία. Παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα κι ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή η φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο, απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα, που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς, που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.
.....................................................................................
Ἐπὶ σκηνῆς
Ἡ θάλασσα- πῶς ἔγινε ἔτσι ἡ θάλασσα;
Ἄργησα χρόνια στὰ βουνὰ-
μὲ τύφλωσαν οἱ πυγολαμπίδες.
Τώρα σὲ τοῦτο τ᾿ ἀκρογιάλι περιμένω
ν᾿ ἀράξει ἕνας ἄνθρωπος
ἕνα ὑπόλειμμα, μιὰ σχεδία.
Μὰ μπορεῖ νὰ κακοφορμίσει ἡ θάλασσα;
Ἕνα δελφίνι τὴν ἔσκισε μία φορὰ
κι ἀκόμη μιὰ φορὰ
ἡ ἄκρη τοῦ φτεροῦ ἑνὸς γλάρου.
Κι ὅμως ἦταν γλυκὸ τὸ κύμα
ὅπου ἔπεφτα παιδὶ καὶ κολυμποῦσα
κι ἀκόμη σὰν ἤμουν παλικάρι
καθὼς ἔψαχνα σχήματα στὰ βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μοῦ μίλησε ὁ Θαλασσινὸς Γέρος:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ τόπος σοὺ
ἴσως νὰ μὴν εἶμαι κανεὶς
ἀλλὰ μπορῶ νὰ γίνω αὐτὸ ποὺ θέλεις».
Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο
Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν ἁρμα-
τωσιὰ μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του,
σὰν τὶς φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.
Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σάν τὴ
μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατὶ γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος
κανείς.
Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ
μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά, κι ἀκούω
τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι.
Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ φάν-
τασμα τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα ἀπὸ τοῦ
κυμάτου τὴν ἁρμύρα
κι ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνὸ ποὺ
βγαίνει ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ σκυλί
του ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ᾿ ἀσπρισμένα
του γένια, λόγια τῆς γλώσσας μας, ὅπως τὴ μιλοῦσαν
πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Ἁπλώνει μία παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ καὶ τὸ
δοιάκι, μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι ἀπὸ τὴν
κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.
Θἄ ῾λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ᾿ ἕνα μάτι, τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀ-
κούσεις ξεχνᾶς, τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη ἀπ᾿ ἀνά-
μεσό μας·
τόσο περίπλοκα τέρατα, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ στοχα-
στοῦμε πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πά-
λεψε μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.
Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας· ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ
ξύλινο ἄλογο καὶ οἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.
Φαντάζομαι πῶς ἔρχεται νὰ μ᾿ ἀρμηνέψει πῶς νὰ φτιάξω
κι ἐγὼ ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μου
Τροία.
Γιατὶ μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι στὰ
δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ
ἀγέρας,
μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια, τὸ τραγούδι τοῦ
Ἐρωτόκριτου, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια·
τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας τὴν
ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς νὰ κατεβαίνει τὰ μαρμα-
ρένια σκαλοπάτια.
Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ καρα-
βιοῦ σου φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ τὴν ψυχή
σου νὰ γίνεται τιμόνι.
Καὶ νἄ ῾σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρ-
νητος σὰν τ᾿ ἄχερο στ᾿ ἁλώνι.
Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στὰ στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-
ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς πεθα-
μένους, ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ
ἀπομέναν.
Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμά-
σουν ἂν ἦταν καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γορ-
γόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα.
Λίγο ἀκόμα
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν.
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν,
νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο
κι ἡ θάλασσα νὰ κυματίζει.
Λίγο ἀκόμα, νὰ σηκωθοῦμε
λίγο ψηλότερα.
Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία, έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγνώμη που ζητώ πρώτα –πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.
Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «… θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε …». Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος. είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία. Παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα κι ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή η φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο, απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα, που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς, που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.
.....................................................................................
Ἐπὶ σκηνῆς
Ἡ θάλασσα- πῶς ἔγινε ἔτσι ἡ θάλασσα;
Ἄργησα χρόνια στὰ βουνὰ-
μὲ τύφλωσαν οἱ πυγολαμπίδες.
Τώρα σὲ τοῦτο τ᾿ ἀκρογιάλι περιμένω
ν᾿ ἀράξει ἕνας ἄνθρωπος
ἕνα ὑπόλειμμα, μιὰ σχεδία.
Μὰ μπορεῖ νὰ κακοφορμίσει ἡ θάλασσα;
Ἕνα δελφίνι τὴν ἔσκισε μία φορὰ
κι ἀκόμη μιὰ φορὰ
ἡ ἄκρη τοῦ φτεροῦ ἑνὸς γλάρου.
Κι ὅμως ἦταν γλυκὸ τὸ κύμα
ὅπου ἔπεφτα παιδὶ καὶ κολυμποῦσα
κι ἀκόμη σὰν ἤμουν παλικάρι
καθὼς ἔψαχνα σχήματα στὰ βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μοῦ μίλησε ὁ Θαλασσινὸς Γέρος:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ τόπος σοὺ
ἴσως νὰ μὴν εἶμαι κανεὶς
ἀλλὰ μπορῶ νὰ γίνω αὐτὸ ποὺ θέλεις».
Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο
Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν ἁρμα-
τωσιὰ μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του,
σὰν τὶς φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.
Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σάν τὴ
μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατὶ γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος
κανείς.
Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ
μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά, κι ἀκούω
τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι.
Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ φάν-
τασμα τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα ἀπὸ τοῦ
κυμάτου τὴν ἁρμύρα
κι ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνὸ ποὺ
βγαίνει ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ σκυλί
του ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ᾿ ἀσπρισμένα
του γένια, λόγια τῆς γλώσσας μας, ὅπως τὴ μιλοῦσαν
πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Ἁπλώνει μία παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ καὶ τὸ
δοιάκι, μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι ἀπὸ τὴν
κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.
Θἄ ῾λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ᾿ ἕνα μάτι, τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀ-
κούσεις ξεχνᾶς, τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη ἀπ᾿ ἀνά-
μεσό μας·
τόσο περίπλοκα τέρατα, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ στοχα-
στοῦμε πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πά-
λεψε μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.
Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας· ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ
ξύλινο ἄλογο καὶ οἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.
Φαντάζομαι πῶς ἔρχεται νὰ μ᾿ ἀρμηνέψει πῶς νὰ φτιάξω
κι ἐγὼ ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μου
Τροία.
Γιατὶ μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι στὰ
δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ
ἀγέρας,
μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια, τὸ τραγούδι τοῦ
Ἐρωτόκριτου, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια·
τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας τὴν
ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς νὰ κατεβαίνει τὰ μαρμα-
ρένια σκαλοπάτια.
Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ καρα-
βιοῦ σου φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ τὴν ψυχή
σου νὰ γίνεται τιμόνι.
Καὶ νἄ ῾σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρ-
νητος σὰν τ᾿ ἄχερο στ᾿ ἁλώνι.
Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στὰ στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-
ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς πεθα-
μένους, ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ
ἀπομέναν.
Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμά-
σουν ἂν ἦταν καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γορ-
γόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα.
Λίγο ἀκόμα
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν.
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν,
νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο
κι ἡ θάλασσα νὰ κυματίζει.
Λίγο ἀκόμα, νὰ σηκωθοῦμε
λίγο ψηλότερα.
Πρώτη θέση για την ισότητα
24/10/2005 Πεθαίνει η Ρόζα Παρκς- Η γυναίκα- σύμβολο στον αγώνα κατά του ρατσισμού στις ΗΠΑ
«Οι άνθρωποι λένε ότι δεν παραχώρησα την θέση μου γιατί ήμουν κουρασμένη, δεν είναι αλήθεια. Δεν ήμουν σωματικά κουρασμένη ή περισσότερο κουρασμένη από μια συνηθισμένη μέρα. Όχι, η μόνη κούραση ήταν αυτή του να υποχωρώ.»
Κάποιοι την γνωρίζουν, οι περισσότεροι όμως ίσως απλά να έχουν ακούσει το όνομά της... Ρόζα Παρκς, η Αφροαμερικανή ράφτρα που αρνήθηκε να σηκωθεί και να δώσει την θέση της σε ένα λευκό όπως απαιτούσε ο νόμος περί φυλετικού διαχωρισμού στην Αμερική και έτσι, έγινε με μια της κίνηση σύμβολο του αντιρατσιστικού κινήματος στην Αμερική και σύμβολο αντίστασης όλης της Αφροαμερικανικής κοινότητας.
Η Αμερική του ρατσισμού: Η Παρκς μεγάλωσε σε έναν κόσμο διαχωρισμένο, όπου υπήρχε ο κόσμος των λευκών και ο κόσμος των μαύρων. Στον Αμερικανικό Νότο ο νόμος περί φυλετικού διαχωρισμού ήταν φανερός σε όλες τις πτυχές της ζωής, από τα λεωφορεία ως τα τρένα, τα σχολεία και τα μπαρ, οι νόμοι καθόριζαν διαφορετικά καθίσματα, βαγόνια και χώρους εστιάσης για τους λευκούς και διαφορετικά για τους μαύρους.
Γεννημένη στις 4 Φεβρουαρίου του 1913 στην Αλαμπάμα η Ρόζα βίωσε από μικρή τον κοινωνικό και τον φυλετικό ρατσισμό. Όταν τα λευκά παιδιά πηγαίνανε στο σχολείο με το λεωφορείο, τα παιδιά των έγχρωμων πηγαίνανε με τα πόδια «Έβλεπα κάθε μέρα το λεωφορείο να περνά δίπλα μου…αλλά δεν είχα άλλη επιλογή από το να το δεχτώ. Ήταν τότε που πρωτοκατάλαβα ότι υπάρχει ο κόσμος των λευκών και ο κόσμος ο δικός μας». Η Ρόζα παντρεύτηκε, μετακόμισε στο Μοντογκόμερυ και δούλευε σαν μοδίστρα, ενώ ήταν εθελοντικό μέλος της οργάνωσης ΝΑΑCP (National Association for the Advancement of Colored People) για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Την 1η Δεκεμβρίου του 1955, μετά από μια μέρα δουλειάς, η Ρόζα επιβιβάζεται στο λεωφορείο. Στα λεωφορεία του Μοντγκόμερυ οι έγχρωμοι έπρεπε να κάθονται στις πίσω σειρές που προορίζονταν μόνο για αυτούς, ενώ μπορούσαν να κάτσουν και σε κάποιες θέσεις στην μέση από τις οποίες έπρεπε να σηκωθούν αν στο λεοφωρείο υπήρχε όρθιος λευκός. Επιπλέον οι έγχρωμοι ήταν αναγκασμένοι να μπαίνουν από την μπροστινή πόρτα, ώστε να επικυρώνουν το εισιτήριό του,ς και έπειτα να κατεβαίνουν και να επιβιβάζονται από την πίσω πόρτα, ώστε να μην περνούν μπροστά από τους λευκούς. «Την πρώτη φορά που ανέβηκα σε λεοφωρείο, μια βροχερή μέρα του 43, ο οδηγός απαίτησε να κατέβω και να μπώ από την πίσω πόρτα Καθώς έβγαινα μου έπεσε το πορτοφόλι, κοντοστάθηκα στις θέσεις που προορίζονταν για τους λευκούς και τότε ο οδηγός εξοργίστηκε και με κατέβασε».
Η αρχή της αλλαγής: Εκείνη λοιπόν την μέρα του Δεκεμβρίου, η 42χρονη Ρόζα κάθισε στην πρώτη σειρά που προορίζονταν για τους έγχρωμους πολίτες. Όταν το λεωφορείο γέμισε και 4 λευκοί ήταν όρθιοι, ο οδηγός απαίτησε να αδειάσει η πρώτη σειρά που προοριζόταν για τους έγχρωμους. Η Ρόζα ήταν η μόνη που αρνήθηκε να σηκωθεί. «Γιατί δεν σηκώνεσαι; Δεν νόμιζω ότι πρέπει να σηκωθώ. Άμα δεν σηκωθείς θα αναγκαστώ να φωνάξω την αστυνομία. Τότε να το κάνετε.» Και ο οδηγός Τζέιμς Μπλέικ, ο ίδιος που το 43 την είχε αφήσει στην βροχή, κάλεσε την αστυνομία όπου και την συνέλαβε.
Μετά την αποφυλάκισή της, στις 5 Δεκεμβρίου, αποφασίστηκε να διεξαχθεί μποϊκοτάζ στα λεωφορεία του Μοντγκόμερυ με επικεφαλής την οργάνωση Montgomery Improvement Association (MIA) και τον άγνωστο μέχρι τότε Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, πάστορα εκκλησίας της πόλης. Οι περισσότεροι μαύροι της περιοχής το διάστημα αυτό πήγαιναν στις δουλείες τους και γενικότερα μετακινούνταν είτε με ιδιωτικά αυτοκίνητα, είτε με κάρα και ποδήλατα, είτε με τα πόδια. Επίσης οι μαύροι ταξιτζήδες χρέωναν την κούρσα μόλις 10 σεντς, όσο δηλαδή κόστιζε το εισιτήριο στα λεωφορεία. Όταν αυτό έγινε γνωστό, οι αρχές της πόλης αποφάσισαν να επιβάλλονται πρόστιμα σε όσους χρέωναν την κούρσα λιγότερο από 45 σεντς.
Η συνέχιση του μποϊκοτάζ και η μεγάλη συμμετοχή σε αυτό είχε ως συνέπεια και την αύξηση της συμμετοχής λευκών κατοίκων της πόλης, που ήταν αντίθετοι στην κατάργηση του φυλετικού διαχωρισμού ή πλήττονταν οικονομικά από το μποϊκοτάζ, στο White Citizen's Council. Άτομα που συμμετείχαν στο μποϋκοτάζ έγιναν πολλές φορές στόχος επιθέσεων. Εμπρηστικές επιθέσεις έγιναν και εναντίον των σπιτιών των Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Ralph Abernathy`s αλλά και εναντίον τεσσάρων εκκλησιών της μαύρης κοινότητας του Μοντγκόμερυ.
Κατά τη διάρκεια του μποϊκοτάζ συνελήφθησαν για παρακώληση συγκοινωνιών 156 άτομα μεταξύ των οποίων και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Καταδικάστηκε σε πρόστιμο 500$ ή φυλάκιση 386 ημερών. Τελικά έμεινε στη φυλακή δύο εβδομάδες. Ύστερα από το μποϊκοτάζ που κράτησε περισσότερο 381 μέρες, και έφερε τις εταιρείες μεταφορών στα όρια της καταστροφής καθώς το 75% αυτών που χρησιμοποίούσαν λεοφωρεία ήταν έγχρωμοι, το Νοέμβριο του 1956 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ κήρυξε αντισυνταγματικό το νόμο για το φυλετικό διαχωρισμό. Ήταν η πρώτη νίκη του κινήματος για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των έγχρωμων πολιτών στην Αμερική ως την ιστορική ομιλία του Κινγκ «Έχω ένα όνειρο» ως την ιστορική νίκη.
Παρόλους τους αγώνες στους οποίους πρωτοστάτησε η Παρκς, αν και αργότερα διαχωρήστηκε από τον Μαρτιν Λούθερ Κινγκ, η ίδια συνέχισε να περνά δυσκολα. Λόγω της δράσης της απολύθηκε από την δουλειά της, το ίδιο και ο άνδρας της, και αναγκάστηκε να μετακομίσει πολλές φορές και να κάνει πολλές και διαφορετικές δουλειές.
Πέθανε το 2005 σε ηλικία 92 χρονών και ήταν η πρώτη γυναίκα που η σωρός της εκτέθηκε στο Καπιτώλιο σε δημόσιο προσκύνημα. Δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται...
«Οι άνθρωποι λένε ότι δεν παραχώρησα την θέση μου γιατί ήμουν κουρασμένη, δεν είναι αλήθεια. Δεν ήμουν σωματικά κουρασμένη ή περισσότερο κουρασμένη από μια συνηθισμένη μέρα. Όχι, η μόνη κούραση ήταν αυτή του να υποχωρώ.»
Κάποιοι την γνωρίζουν, οι περισσότεροι όμως ίσως απλά να έχουν ακούσει το όνομά της... Ρόζα Παρκς, η Αφροαμερικανή ράφτρα που αρνήθηκε να σηκωθεί και να δώσει την θέση της σε ένα λευκό όπως απαιτούσε ο νόμος περί φυλετικού διαχωρισμού στην Αμερική και έτσι, έγινε με μια της κίνηση σύμβολο του αντιρατσιστικού κινήματος στην Αμερική και σύμβολο αντίστασης όλης της Αφροαμερικανικής κοινότητας.
Η Αμερική του ρατσισμού: Η Παρκς μεγάλωσε σε έναν κόσμο διαχωρισμένο, όπου υπήρχε ο κόσμος των λευκών και ο κόσμος των μαύρων. Στον Αμερικανικό Νότο ο νόμος περί φυλετικού διαχωρισμού ήταν φανερός σε όλες τις πτυχές της ζωής, από τα λεωφορεία ως τα τρένα, τα σχολεία και τα μπαρ, οι νόμοι καθόριζαν διαφορετικά καθίσματα, βαγόνια και χώρους εστιάσης για τους λευκούς και διαφορετικά για τους μαύρους.
Γεννημένη στις 4 Φεβρουαρίου του 1913 στην Αλαμπάμα η Ρόζα βίωσε από μικρή τον κοινωνικό και τον φυλετικό ρατσισμό. Όταν τα λευκά παιδιά πηγαίνανε στο σχολείο με το λεωφορείο, τα παιδιά των έγχρωμων πηγαίνανε με τα πόδια «Έβλεπα κάθε μέρα το λεωφορείο να περνά δίπλα μου…αλλά δεν είχα άλλη επιλογή από το να το δεχτώ. Ήταν τότε που πρωτοκατάλαβα ότι υπάρχει ο κόσμος των λευκών και ο κόσμος ο δικός μας». Η Ρόζα παντρεύτηκε, μετακόμισε στο Μοντογκόμερυ και δούλευε σαν μοδίστρα, ενώ ήταν εθελοντικό μέλος της οργάνωσης ΝΑΑCP (National Association for the Advancement of Colored People) για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Την 1η Δεκεμβρίου του 1955, μετά από μια μέρα δουλειάς, η Ρόζα επιβιβάζεται στο λεωφορείο. Στα λεωφορεία του Μοντγκόμερυ οι έγχρωμοι έπρεπε να κάθονται στις πίσω σειρές που προορίζονταν μόνο για αυτούς, ενώ μπορούσαν να κάτσουν και σε κάποιες θέσεις στην μέση από τις οποίες έπρεπε να σηκωθούν αν στο λεοφωρείο υπήρχε όρθιος λευκός. Επιπλέον οι έγχρωμοι ήταν αναγκασμένοι να μπαίνουν από την μπροστινή πόρτα, ώστε να επικυρώνουν το εισιτήριό του,ς και έπειτα να κατεβαίνουν και να επιβιβάζονται από την πίσω πόρτα, ώστε να μην περνούν μπροστά από τους λευκούς. «Την πρώτη φορά που ανέβηκα σε λεοφωρείο, μια βροχερή μέρα του 43, ο οδηγός απαίτησε να κατέβω και να μπώ από την πίσω πόρτα Καθώς έβγαινα μου έπεσε το πορτοφόλι, κοντοστάθηκα στις θέσεις που προορίζονταν για τους λευκούς και τότε ο οδηγός εξοργίστηκε και με κατέβασε».
Η αρχή της αλλαγής: Εκείνη λοιπόν την μέρα του Δεκεμβρίου, η 42χρονη Ρόζα κάθισε στην πρώτη σειρά που προορίζονταν για τους έγχρωμους πολίτες. Όταν το λεωφορείο γέμισε και 4 λευκοί ήταν όρθιοι, ο οδηγός απαίτησε να αδειάσει η πρώτη σειρά που προοριζόταν για τους έγχρωμους. Η Ρόζα ήταν η μόνη που αρνήθηκε να σηκωθεί. «Γιατί δεν σηκώνεσαι; Δεν νόμιζω ότι πρέπει να σηκωθώ. Άμα δεν σηκωθείς θα αναγκαστώ να φωνάξω την αστυνομία. Τότε να το κάνετε.» Και ο οδηγός Τζέιμς Μπλέικ, ο ίδιος που το 43 την είχε αφήσει στην βροχή, κάλεσε την αστυνομία όπου και την συνέλαβε.
Μετά την αποφυλάκισή της, στις 5 Δεκεμβρίου, αποφασίστηκε να διεξαχθεί μποϊκοτάζ στα λεωφορεία του Μοντγκόμερυ με επικεφαλής την οργάνωση Montgomery Improvement Association (MIA) και τον άγνωστο μέχρι τότε Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, πάστορα εκκλησίας της πόλης. Οι περισσότεροι μαύροι της περιοχής το διάστημα αυτό πήγαιναν στις δουλείες τους και γενικότερα μετακινούνταν είτε με ιδιωτικά αυτοκίνητα, είτε με κάρα και ποδήλατα, είτε με τα πόδια. Επίσης οι μαύροι ταξιτζήδες χρέωναν την κούρσα μόλις 10 σεντς, όσο δηλαδή κόστιζε το εισιτήριο στα λεωφορεία. Όταν αυτό έγινε γνωστό, οι αρχές της πόλης αποφάσισαν να επιβάλλονται πρόστιμα σε όσους χρέωναν την κούρσα λιγότερο από 45 σεντς.
Η συνέχιση του μποϊκοτάζ και η μεγάλη συμμετοχή σε αυτό είχε ως συνέπεια και την αύξηση της συμμετοχής λευκών κατοίκων της πόλης, που ήταν αντίθετοι στην κατάργηση του φυλετικού διαχωρισμού ή πλήττονταν οικονομικά από το μποϊκοτάζ, στο White Citizen's Council. Άτομα που συμμετείχαν στο μποϋκοτάζ έγιναν πολλές φορές στόχος επιθέσεων. Εμπρηστικές επιθέσεις έγιναν και εναντίον των σπιτιών των Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Ralph Abernathy`s αλλά και εναντίον τεσσάρων εκκλησιών της μαύρης κοινότητας του Μοντγκόμερυ.
Κατά τη διάρκεια του μποϊκοτάζ συνελήφθησαν για παρακώληση συγκοινωνιών 156 άτομα μεταξύ των οποίων και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Καταδικάστηκε σε πρόστιμο 500$ ή φυλάκιση 386 ημερών. Τελικά έμεινε στη φυλακή δύο εβδομάδες. Ύστερα από το μποϊκοτάζ που κράτησε περισσότερο 381 μέρες, και έφερε τις εταιρείες μεταφορών στα όρια της καταστροφής καθώς το 75% αυτών που χρησιμοποίούσαν λεοφωρεία ήταν έγχρωμοι, το Νοέμβριο του 1956 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ κήρυξε αντισυνταγματικό το νόμο για το φυλετικό διαχωρισμό. Ήταν η πρώτη νίκη του κινήματος για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των έγχρωμων πολιτών στην Αμερική ως την ιστορική ομιλία του Κινγκ «Έχω ένα όνειρο» ως την ιστορική νίκη.
Παρόλους τους αγώνες στους οποίους πρωτοστάτησε η Παρκς, αν και αργότερα διαχωρήστηκε από τον Μαρτιν Λούθερ Κινγκ, η ίδια συνέχισε να περνά δυσκολα. Λόγω της δράσης της απολύθηκε από την δουλειά της, το ίδιο και ο άνδρας της, και αναγκάστηκε να μετακομίσει πολλές φορές και να κάνει πολλές και διαφορετικές δουλειές.
Πέθανε το 2005 σε ηλικία 92 χρονών και ήταν η πρώτη γυναίκα που η σωρός της εκτέθηκε στο Καπιτώλιο σε δημόσιο προσκύνημα. Δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)